Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

προκαταπίπτω

См. также в других словарях:

  • προκαταπίπτω — Α 1. καταπίπτω εκ τών προτέρων 2. πέφτω κάτω πριν να συμβεί κάτι άλλο («προκαταπίπτειν τοῡ τέλους», Πλούτ.) 3. (για λόγια και φήμες) διαδίδομαι, εξαπλώνομαι εκ τών προτέρων («λόγοι προκατέπιπτον εἰς τὴν Ρώμην», Πλούτ.) 4. μτφ. φρ. «προκαταπίπτω… …   Dictionary of Greek

  • προκαταπεσόντα — προκαταπίπτω fall down before aor part act neut nom/voc/acc pl προκαταπίπτω fall down before aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαταπεπτώκει — προκαταπίπτω fall down before plup ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαταπεσεῖν — προκαταπίπτω fall down before aor inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατέπεσεν — προκαταπίπτω fall down before aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαταπίπτει — προκαταπί̱πτει , προκαταπίπτω fall down before pres ind mp 2nd sg προκαταπί̱πτει , προκαταπίπτω fall down before pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαταπίπτοντα — προκαταπί̱πτοντα , προκαταπίπτω fall down before pres part act neut nom/voc/acc pl προκαταπί̱πτοντα , προκαταπίπτω fall down before pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατάπιπτε — προκατάπῑπτε , προκαταπίπτω fall down before pres imperat act 2nd sg προκατάπῑπτε , προκαταπίπτω fall down before imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατέπιπτον — προκατέπῑπτον , προκαταπίπτω fall down before imperf ind act 3rd pl προκατέπῑπτον , προκαταπίπτω fall down before imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… …   Dictionary of Greek

  • προκαταπίπτειν — προκαταπί̱πτειν , προκαταπίπτω fall down before pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»