-
1 προκαταναλίσκω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκαταναλίσκω
См. также в других словарях:
προκαταναλίσκω — Α 1. καταναλώνω, ξοδεύω εντελώς εκ τών προτέρων 2. μτφ. φθείρω εντελώς («προκαταναλίσκειν τινὰ ταῑς βασάνοις», Ποσειδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταναλίσκω «καταναλώνω, ξοδεύω, φθείρω»] … Dictionary of Greek