-
1 προ-κατα-λέγω
προ-κατα-λέγω (λέγω), vorher aufzählen, sagen; προκαταλεχϑεῖσα, Her. 4, 175; προκαταλελεγμένον, Ath. III, 119 a; aber προκατειλεγμένα in B. A. 606.
1 προ-κατα-λέγω
προ-κατα-λέγω (λέγω), vorher aufzählen, sagen; προκαταλεχϑεῖσα, Her. 4, 175; προκαταλελεγμένον, Ath. III, 119 a; aber προκατειλεγμένα in B. A. 606.