-
1 προκαταλαμβανω
тж. med.1) первым захватывать, ранее занимать(τὰ ἄκρα Xen.)
τόποι προκαταληφθέντες Plut. — ранее захваченные (противником) местности;π. τὸ βῆμα Aeschin. — первым захватить ораторскую трибуну;π. ἡμᾶς νῦν ἐς τέν ὑμετέραν ἐπιχείρησιν Thuc. — (коринфяне хотят) раньше завладеть нами, чтобы (потом) напасть на вас;π. καὴ προκολακεύειν τινά Plat. — посредством лести заблаговременно заручиться чьей-л. благосклонностью;π. τὰ ὦτά τινος Aeschin. — заранее склонить кого-л. на свою сторону2) упреждать, предвосхищать(τὰ μέλλοντα λέγεσθαι, τοὺς ἀκροατάς Arst.)
πράγματα πάλαι προκατειλημμένα Isocr. — вопросы, давно уже рассмотренные3) (пред)упреждать, предотвращать(τὰς νόσους Diod.; τῶν πόλεων τὰς ἀποστάσεις Thuc.)
4) внушать предубеждениеπ. διαβολῇ τινα Plut. — создать предубеждение против кого-л.;
οἱ προκατειλημμένοι ἄνθρωποι Plut. — люди с предвзятыми мнениями -
2 προκαταλαμβάνω
(αόρ. προκατάλαβα и προκατέλαβον, παθ. αόρ. προκαταλήφθηκα и προκατελήφθην) μετ.1) занимать, захватывать заранее; 2) успевать сказать раньше другого; опережать, предупреждать (в разговоре); ήθελα να το πω αλλά με προκατέλαβε я хотел сказать, но он меня опередил; 3) располагать, настраивать кого-л. в чью-л. пользу; 4) застигать врасплох -
3 προκαταλαμβάνω.
[прокатал амвано] ρ располагать, настраивать в пользу или против кого-либо. -
4 αντιπροκαταλαμβανω
См. также в других словарях:
προκαταλαμβάνω — προκαταλαμβάνω, προκατέλαβα, προκατειλημμένος βλ. πίν. 165 Σημειώσεις: προκαταλαμβάνω : η μτχ. προκατειλημμένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο (→ αυτός που δείχνει προκατάληψη) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προκαταλαμβάνω — seize beforehand pres subj act 1st sg προκαταλαμβάνω seize beforehand pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταλαμβάνω — ΝΜΑ (κυρίως για στρατιωτική δύναμη) καταλαμβάνω εκ τών προτέρων ή πριν από άλλους (α. «ο λόχος μας διατάχθηκε να προκαταλάβει το ύψωμα» β. «ἐβούλοντο τὴν Πλάταιαν αἰεὶ σφίσι διάφορον οὖσαν ἔτι ἐν εἰρήνῃ τε καὶ τοῡ πολέμου μήπως φανεροῡ καθεστῶτος … Dictionary of Greek
προκαταλαμβάνω — προκατάλαβα και προκατέλαβα, προκατειλημμένος 1. καταλαμβάνω από πριν. 2. μτφ., προδιαθέτω κάποιον στο σχηματισμό γνώμης: Είναι προκατειλημμένος εναντίον μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προκατειλημμένα — προκαταλαμβάνω seize beforehand perf part mp neut nom/voc/acc pl προκατειλημμένᾱ , προκαταλαμβάνω seize beforehand perf part mp fem nom/voc/acc dual προκατειλημμένᾱ , προκαταλαμβάνω seize beforehand perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταλαβόν — προκαταλαμβάνω seize beforehand aor part act masc voc sg προκαταλαμβάνω seize beforehand aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταλαβόντα — προκαταλαμβάνω seize beforehand aor part act neut nom/voc/acc pl προκαταλαμβάνω seize beforehand aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταλαβόντων — προκαταλαμβάνω seize beforehand aor part act masc/neut gen pl προκαταλαμβάνω seize beforehand aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταλαμβανομένων — προκαταλαμβάνω seize beforehand pres part mp fem gen pl προκαταλαμβάνω seize beforehand pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταλαμβανόμενον — προκαταλαμβάνω seize beforehand pres part mp masc acc sg προκαταλαμβάνω seize beforehand pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταλαμβανόντων — προκαταλαμβάνω seize beforehand pres part act masc/neut gen pl προκαταλαμβάνω seize beforehand pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)