-
1 προκατακρινω
(ῑ) заранее судить, заранее ожидать, предчувствовать -
2 προκατακρίνω
προκατα-κρίνω [ῑ],A form a prejudgement of,τῶν ἀνθρωπείων τὴν ἀδηλότητα Plu.2.112d
; reject in comparison with, f.l. in AP12.207 (Strat.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκατακρίνω
-
3 προκατακρίνω
προ-κατα-κρίνω, wider einen urteilen, von jem. etwas Böses denken, erwarten
См. также в других словарях:
προκατακρίνω — Α [κατακρίνω] 1. κατηγορώ, κατακρίνω κάποιον ή κάτι εκ τών προτέρων, από πρόληψη ως κακό 2. κατακρίνω κάτι σε σύγκριση με κάτι άλλο … Dictionary of Greek
κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… … Dictionary of Greek