-
1 προκαταθεω
выбегать вперед, т.е. совершать набеги(οἱ ἱππεῖς προκαταθέοντες Xen. - v. l. καταθέοντες)
См. также в других словарях:
προκαταθέω — Α τρέχω προς τα κάτω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταθέω «κατηφορίζω τρέχοντας»] … Dictionary of Greek
προκαταθείην — προκαταθέω run down before pres inf act (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταθήσεσθαι — προκαταθέω run down before fut inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)