-
1 προκαταβολών
-
2 προκαταβολῶν
См. также в других словарях:
προκαταβολῶν — προκαταβολή payment on account fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανομή — Όρος που στην οικονομία περιγράφει το σύνολο των πράξεων οι οποίες είναι αναγκαίες για την προώθηση των καταναλωτικών αγαθών από τον παραγωγό στον καταναλωτή. Η διαδικασία για να φτάσουν τα αγαθά, τα προϊόντα και τα εμπορεύματα από τον τόπο… … Dictionary of Greek