Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

προκαταβολικός

См. также в других словарях:

  • προκαταβολικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που καταβάλλεται εκ τών προτέρων, αυτός που προπληρώνεται («προκαταβολική εξόφληση») 2. αυτός που γίνεται εκ τών προτέρων («προκαταβολική δήλωση»). επίρρ... προκαταβολικώς και προκαταβολικά εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • προκαταβολικός — ή, ό 1. αυτός που προκαταβάλλεται. 2. αυτός που γίνεται από πριν: Προκαταβολική συμφωνία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προαρίθμησις — ήσεως, ή, Α [προαριθμῶ] αρίθμηση που γίνεται εκ τών προτέρων, προκαταβολικός λογαριασμός …   Dictionary of Greek

  • προτιμολόγηση — η, Ν [προτιμολογώ] προκαταβολικός υπολογισμός τής τιμής εμπορεύματος, τιμολόγηση πριν από την ολοκλήρωση εμπορικής πράξης …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»