-
1 вексель
το (χρεωστικό) γραμμάτι/ο, η χρεωστική συναλλαγματικήплатить - ями πληρώνωμε επιταγές/γραμμάτια-, срок платежа по которому наступает через...месяцев -, πληρωμή του οποίουαρχίζει μετά από...μήνεςавансовый - (банк.) το τραπεζικό δάνιο για εκτέλεσηέργου-акцептованный торговый - η τρα-βηκτική, συνοδεύουσα τα φορτωτικά έγγραφαкоммерческий - η εμπορική συναλλαγματική (σχετική με τη φόρτωση εμπορευμάτων)-переводный - см. траттапередаваемый - см. оборотный --погашаемый золотом -, η πληρωμή/εξαργύρωσητου οποίου γίνεται σε χρυσό-подлежащийоплате - για/προς πληρωμή/εξαργύρωσηпредъявительский -, πληρωτέο με την εμφάνιση τουсрочный - (с оплатой черезопределённый срок после предъявления) - που εξαργυρώνεται μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα από την έκδοση τουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вексель
-
2 предварительный
1. (предшествующий чему-л. основному, главному) προκαταρκτικός 2. (заблаговременный) προκαταβολικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > предварительный
-
3 предварительный
предвари́тельная прода́жа биле́тов — η προκαταβολική πούληση εισιτηρίων
2) ( неокончательный) προκαταρκτικόςпредвари́тельные перегово́ры — οι προκαταρκτικές διαπραγματεύσεις
-
4 авансовый
аванс||овыйприл προκαταβολικός, τής προκαταβολής:\авансовыйовый отчет λογαριασμός προκαταβολών. -
5 предварительный
предварительн||ыйприл προκαταρκτικός, προκαταβολικός:\предварительныйое заключение юр. ἡ προφυλάκιση [-ις]· \предварительныйое извещение ἡ προαγγελία· \предварительныйое соглашение τό προσύμφωνο[ν], ἡ προκαταρκτική συμφωνία· \предварительныйая продажа билетов ἡ προπώληση των είσιτηρίων, ἡ προκαταβολική πώ-λησις είσιτηρίων. -
6 advance
1. verb1) (to move forward: The army advanced towards the town; Our plans are advancing well; He married the boss's daughter to advance (= improve) his chances of promotion.) προχωρώ, προελαύνω, προκόβω2) (to supply (someone) with (money) on credit: The bank will advance you $500.) (προ)καταβάλλω2. noun1) (moving forward or progressing: We've halted the enemy's advance; Great advances in medicine have been made in this century.) πρόοδος, προέλαση2) (a payment made before the normal time: Can I have an advance on my salary?) προκαταβολή3) ((usually in plural) an attempt at (especially sexual) seduction.) (ανήθικες) προτάσεις3. adjective1) (made etc before the necessary or agreed time: an advance payment.) προκαταβολικός2) (made beforehand: an advance booking.) από πριν3) (sent ahead of the main group or force: the advance guard.) προπορευόμενος•- advanced- in advance -
7 предварительный
επ.1. προκαταρκτικός•-ые переговоры προκαταρκτικές συνομιλίες•
-ое следствие προανάκριση•
-ое заключения προφυλάκιση•
-ое условие προκαταρκτικός όρος•
-ые меры προκαταρκτικά μέτρα•
-ая команда προειδοποιητικό παράγγελμα.
2. προκαταβολικός, πρότερος.
См. также в других словарях:
προκαταβολικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που καταβάλλεται εκ τών προτέρων, αυτός που προπληρώνεται («προκαταβολική εξόφληση») 2. αυτός που γίνεται εκ τών προτέρων («προκαταβολική δήλωση»). επίρρ... προκαταβολικώς και προκαταβολικά εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
προκαταβολικός — ή, ό 1. αυτός που προκαταβάλλεται. 2. αυτός που γίνεται από πριν: Προκαταβολική συμφωνία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προαρίθμησις — ήσεως, ή, Α [προαριθμῶ] αρίθμηση που γίνεται εκ τών προτέρων, προκαταβολικός λογαριασμός … Dictionary of Greek
προτιμολόγηση — η, Ν [προτιμολογώ] προκαταβολικός υπολογισμός τής τιμής εμπορεύματος, τιμολόγηση πριν από την ολοκλήρωση εμπορικής πράξης … Dictionary of Greek