Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

προκατάκειμαι

См. также в других словарях:

  • προκατάκειμαι — Α είμαι ξαπλωμένος μπροστά από κάποιον άλλο, όπως σε δείπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατάκειμαι «είμαι ξαπλωμένος»] …   Dictionary of Greek

  • προκατακειμένων — προκατάκειμαι lie down before perf part mp fem gen pl προκατάκειμαι lie down before perf part mp masc/neut gen pl προκατάκειμαι lie down before pres part mp fem gen pl προκατάκειμαι lie down before pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατακείμενον — προκατάκειμαι lie down before perf part mp masc acc sg προκατάκειμαι lie down before perf part mp neut nom/voc/acc sg προκατάκειμαι lie down before pres part mp masc acc sg προκατάκειμαι lie down before pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί …   Dictionary of Greek

  • προκατακλίνω — Α 1. (σε δείπνο) καθίζω κάποιον στην πρώτη ή ανώτερη θέση τού τραπεζιού 2. σκύβω εκ τών προτέρων 3. μέσ. προκατακλίνομαι είμαι ξαπλωμένος μπροστά από κάποιον άλλο, προκατάκειμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατακλίνω/ ομαι «ξαπλώνω, πλαγιάζω,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»