-
1 προκαλίζομαι
A call forth, challenge, defy,κούρους προκαλίζετο Il.5.807
, cf. 7.150; ; ;μιν προκαλίζετο τοξάζεσθαι Od.8.228
; χερσὶ δὲ μή τι λίην προκαλίζεο challenge me not to a pugilistic combat, 18.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκαλίζομαι
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский