-
81 представлять
представлятьнесов1. (предъявлять) παρουσιάζω, ἐμφανίζω, δείχνω:\представлять документы δείχνω τά χαρτιά, δείχνω τά ἔγγραφά \представлять доказательства παρουσιάζω ἀποδείξεις·2. (знакомить) συστήνω, συσταίνω, συνιστώ, παρουσιάζω·3. (к награде, к ордену) προτείνω, ὑποβάλλω ὑποψηφιότητα κάποιου·4. (воображать) φαντάζομαι, διανοούμαι, ἀναπαριστώ νοερά:вы не можете себе представить... δέν μπορείτε νά φαντασθείτε...· представь себе φαντάσου·5. (изображать) παριστάνω, παρουσιάζω:\представлять кого́-л. в смешном виде γελοιοποιώ κάποιον6. театр. παριστάνω, παίζω·7. (причинять, доставлять) παρουσιάζω, προκαλώ:это не представляет тру́дно-сти αὐτό γίνεται εὔκολα, αὐτό δέν εἶναι δύσκολο·8. (быть, являться чем-л.):\представлять большую ценность ἔχω μεγάλη ἀξία· что он представляет собою? τί είδους ἄνθρωπος εἶναι;· он ничего́ собою не представляет αὐτός δέν εἶναι τίποτε·9. (быть представителем) εἶμαι ἀντιπρόσωπος, ἀντιπροσωπεύω, ἐκπροσωπώ:\представлять чьи-л. интересы ἀντιπροσωπεύω τά συμφέροντα κάποιου. -
82 провоцировать
провоцироватьсов и несов προκαλώ. -
83 производить
производитьнесов1. (выполнять, делать) κά(μ)νω, ἐκτελώ, ἐκπληρώ:\производить работу ἐκτελώ μιαν ἐργασία· \производить опыты κά(μ)νω πειράματα· \производить смотр κά(μ)νω ἐπιθεώρηση· \производить обыск κά(μ)νω ἔρευνα· I \производить шум κά(μ)νω θόρυβο·2. (вырабатывать) παράγω, κατασκευάζω, κά(μ)νω, φτειάνω· 3.:\производить на свет γεννώ, τίκτω·4. (в чин, звание) προάγω, προβιβάζω·5. лингв. ἐτυμολογβ· ◊ \производить впечатление κά(μ)νω (или προξενώ) ἐντύπωση· \производить сенсацию προκαλώ αίσθηση, κάνω κρότο. -
84 рассмешить
рассмешитьсов κάνω κάποιον νά γελάσει, προκαλώ γέλιο. -
85 расстраивать
расстраиватьнесов1. (приводить в беспорядок) χαλ(ν)ῶ, προκαλώ ἀταξία, ἐπιφέρω σύγχυση:\расстраивать ряды противника ἐπιφέρω σύγχυση στίς γραμμές τοῦ ἐχθ-ροῦ·2. (причинять вред) χαλ(ν)ῶ, διαταράσσω:\расстраивать здоровье χαλνώ τήν ὑγεία· \расстраивать желудок χαλνώ τό στομάχι, προξενώ στομαχική διατάραξη·3. (мешать осуществлению) χαλ(ν)ώ, ἀνατρέπω, ματαιώνω:\расстраивать планы χαλνώ (или ματαιώνω) τά σχέδια·4. (огорчать) πικραίνω, στενοχωρώ·5. (музыкальный инструмент) ξε-κουρδίζω. -
86 рождаемостьать
рождаемость||атьнесов1. см. рожать·2. перен προκαλώ, δημιουργώ, γεννώ·3. (о почве) παράγω, κάνω, δίνω καρπό. -
87 смешить
смешитьнесов κάνω νά γελάσουν, προκαλώ τόν γέλωτα -
88 тень
теи||ьж1. прям., перен тж. жив. ἡ σκιά, ὁ ίσκιος:сидеть в \теньн κάθομαι στον ἰσκιο· класть \теньи жив. βάζω (или ζωγραφίζω) σκιά· по ее лицу пробежала \тень неудовольствия μιά ἐκφραση δυσαρέσκειας διάβηκε ἀπό τό πρόσωπο της·2. перен (слабый след) ἡ ἐκφραση:ни \теньи сомнения δέν ὑπάρχει ὁὔτε ίχνος ἀμφιβολίας·3. (неясные очертания, силуэт) ἡ σκιά, ἡ σιλουέτα:промелькнула какая-то \тень πέρασε κάποια σκιά·4. (призрак, дух) τό φάσμα, τό φάντασμα:\теньи прошлого οἱ σκιές τοῦ παρελθόντος· ◊ от нее осталась одна \тень αὐτή κατάντησε φάντασμα· бросить \тень на кого́-л. προκαλώ ὑποψία ἐναντίον κάποιου· держаться в \теньй φέρνομαι σεμνά, δέν ἐπιδεικνύομαι· ходить как \тень за кем-л. γίνομαι ἡ σκιά κάποιου. -
89 тоска
тоск||аж1. ἡ μελαγχολία, ἡ θλίψη, ἡ βαρυθυμιά/ τό μαράζι (томление):\тоска по ро́дние ἡ νοσταλγία· предсмертная \тоска ἡ ἐπιθανάτιος (αγωνία)·2. (скука) ἡ ἀνία, ἡ πλήξη:наводить \тоскау́ προκαλώ πλήξη· разогнать \тоскау́ διασκεδάζω τήν ἀνία μου. -
90 удушать
удушатьнесов, удушить сов πνίγω/ προκαλώ ἀσφυξία[ν] (газом)/ στραγγαλίζω, ἀπαγχονίζω (руками, петлей). -
91 фурор
фурорм τό φουρόρε, ὁ κρότος:вызывать \фурор κάνω κρότο· производить \фурор προκαλώ φουρόρε. -
92 чинить
чинить Iнесов1. (починять) (ἐπι-) διορθώνω, ἐπισκευάζω/ μπαλώνω (класть заплаты):\чинить о́бувь ἐπιδιορθώνω τά παπούτσια· \чинить белье ἐπιδιορθώνω τά ἀσ-πρόρρουχα· \чинить замо́к διορθώνω τήν κλειδαριά·2. (карандаш) ξύνω, ἀκονίζω, κάνω μύτη.чинить IIнесов (устраивать, создавать) δημιουργώ, προξενώ, προκαλώ:\чинить препятствия δημιουργώ ἐμπόδια· \чинить расправу ἐκδικοὔμαι κάποιον. -
93 шум
шумм ἡ φασαρία, ὁ θόρυβος/ ὁ κρότος (грохот)/ τό βούϊσμα (ветра, деревьев):неясный \шум ἀκαθόριστος θόρυβος· оглушительный \шум ἐκκωφαντικός θόρυβος' \шум и гам χαλασμός κόσμου· поднимать \шум κάνω κρότο, κάνω θόρυβο· наделать \шуму κάνω (или προκαλώ) θόρυβο· ◊ \шум в ушах τό βούίσμα στ' αὐτιά· много \шума из ничего́ πολύς θόρυβος γιά τό τίποτε. -
94 шумный
шу́мн||ыйприл в разн. знач. θορυβώδης/ θορυβοποιός (о человеке):\шумныйая компания ἡ θορυβώδης παρέα· приобрести \шумныйую известность προκαλώ θόρυβο· \шумный успех ἐπιτυχία πού κάνει θόρυβο, τό μεγάλο σουξέ. -
95 энтузиазм
энтузи||азмм ὁ ἐνθουσιασμός; с \энтузиазма́з-мом μέ ἐνθουσιασρό· проявлять \энтузиазм ἐνθουσιάζομαι, ἐκδηλώνω ἐνθουσιασμό· вызывать \энтузиазм ἐνθουσιάζω, προκαλώ ἐνθουσιασμό. -
96 задирать
[ζαντιράτ*] ρ. τραβώ, προκαλώ -
97 интересовать
[ιντιριέσαβατ'] ρ. προκαλώ το ενδιαφέρον -
98 навлекать
[ναβλικάτ'] ρ. προκαλώ -
99 причинять
[πριτσινγιάτ'] ρ. προκαλώ, προξενώ -
100 смешить
[σμισύτ'] ρ. προκαλώ γέλιο
См. также в других словарях:
προκαλώ — προκαλῶ, έω, Ν Μ Α [καλώ] καλώ κάποιον σε αναμέτρηση (α. «προκαλώ σε μάχη» β. «ἴθι νῡν προκάλεσσαι Μενέλαον ἐξαῡτις μαχέσασθαι», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. ερεθίζω, διεγείρω («τόν προκαλούσε με τα καμώματά της») 2. γίνομαι αιτία, προξενώ, επιφέρω (α.… … Dictionary of Greek
προκαλώ — προκαλώ, προκάλεσα βλ. πίν. 76 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προκαλώ — προκάλεσα, προκλήθηκα και προκαλέστηκα, προκαλεσμένος 1. καλώ κάποιον σε αναμέτρηση, ερεθίζω, διεγείρω. 2. γίνομαι αίτιος για κάτι, προξενώ: Η τόση αδιαφορία του μου προκαλεί αγανάχτηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προκαλῶ — προκαλέω call forth pres subj act 1st sg (attic epic doric) προκαλέω call forth pres ind act 1st sg (attic epic doric) προκαλέω call forth fut ind act 1st sg (attic epic doric) προκαλέω call forth pres subj act 1st sg (attic epic doric) προκαλέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγουροφαίνομαι — προκαλώ δυσαρέσκεια, δυσθυμία σε κάποιον, τού κακοφαίνομαι, ξινοφαίνομαι … Dictionary of Greek
αναισθητίζω — προκαλώ απονάρκωση των αισθήσεων με κατάλληλα φάρμακα, ναρκώνω, υπνώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναίσθητος. ΠΑΡ. αναισθήτιση] … Dictionary of Greek
αναισθητοποιώ — προκαλώ σωματική αναισθησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναίσθητος + ποιώ. ΠΑΡ. νεοελλ. αναισθητοποίηση] … Dictionary of Greek
απογοητεύω — προκαλώ απογοήτευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + γοητεύω. Η λ. μαρτυρείται στον Ν. Σαρίπολο. Ο τ. απαγοητεύω (αντί απογοητεύω) είναι εσφαλμένος και οφείλεται σε παρετυμολογική σύνδεση της λ. με σύνθετα όπως απαγορεύω, απαθανατίζω κ.τ.ό. (πρβλ. και… … Dictionary of Greek
δυναμιτίζω — προκαλώ με ενέργειες ή λόγους σοβαρές κρίσεις («δυναμιτίζει τη συνεννόηση, το ήπιο κλίμα κ.λπ.») … Dictionary of Greek
ηλεκτρολύω — προκαλώ ή επιφέρω ηλεκτρόλυση … Dictionary of Greek
κατασυγχύζω — προκαλώ σε κάποιον πολύ μεγάλη σύγχυση, συγκλονίζω, αναστατώνω, συνταράσσω κάποιον … Dictionary of Greek