-
21 πλήξη
[-ις (-εως)] η скука, тоска;προκαλώ πλήξη — наводить тоску
-
22 προσοχή
η 1.1) внимание;προκαλώ (αποσπώ) την προσοχή — вызывать (отвлекать) внимание;
στρέφω την προσοχή μου — или δίνω προσοχή — обращать внимание;
τραβάω ( — или επισύρω) την προσοχή — привлекать чьё-л. внимание;
δεν δίνω προσοχή σε κάτι — оставлять что-л, без внимания;
2) уход, внимание, забота;τα παιδιά θέλουν προσοχή — дети требуют ухода, внимания;
3) осторожность, осмотрительность;μετά προσοχής — осторожно;
4):στέκω (κάθομαι) προσοχή — стоять (сидеть) смирно;
τό παράγγελμα προσοχή — команда «смирно»;
2. εηιφ:1) внимание!, берегись!, осторожно!;2) смирно! (команда) -
23 συγκίνηση
[-ις (-εως)] η1) сильное волнение, сильное переживание;κατέχομαι από συγκίνηση — волноваться;
προκαλώ συγκίνηση — вызывать волнение, волновать, трогать;
2) умиление;χαμόγελο γεμάτο συγκίνηση — умилённая улыбка;
με πιάνει ( — или με καταλαμβάνει) συγκίνηση — приходить в умиление, умиляться
-
24 σύγχυση
[-ις (-εως)] η1) путаница, недоразумение;δημιουργώ σύγχυση — вносить путаницу;
2) смешение, путаница;σύγχυση γλωσσών (εννοιών) — смешение языков (понятий);
3) волнение, расстройство;μας εβαλε σε μεγάλη σύγχυση — он нас очень расстроил;
4) смущение, замешательство; смятение;προκαλώ σύγχυση — смущать, вызывать замешательство, смятение, приводить в замешательство;
φέρνω σύγχυση — вносить замешательство;
επιφέρω σύγχυση στίς γραμμές τού εχθρού — расстраивать ряды противника;
5) раздражение, возмущение;σύγχυση ειρήνης — возмущение спокойствия;
6) волнение, бунт, мятеж;σύγχυση πολιτείας — страна охвачена волнениями;
7) юр. аффект;διατελώ εν πλήρει (εν μετρία) σύγχύσει — находиться в состоянии полного (частичного) аффекта;
8) астр. возмущение;§ σύγχυση διανοητική — умственное расстройство
-
25 συμπάθεια
η1) симпатия, расположение, влечение;προκαλώ συμπάθεια — вызывать симпатию;
τρέφω συμπάθεια προς... — питать симпатию к...;
αίσθάνομαι ( — или νοιώθω) συμπάθεια γιά... — чувствовать симпатию к...;
2) благожелательность, расположение; благоволение (уст.);τό βιβλίο του έγινε δεκτό με πολλή συμπάθεια απ' τούς κριτικούς — критики отнеслись к его книге очень благожелательно;
3) сочувствие, сострадание;4) симпатия (разг шутл. — о человеке);αυτή η ξανθούλα είναι η συμπάθειά μου — эта блондинка — моя симпатия
-
26 φθόνος
ο злая зависть, недоброжелательство;προκαλώ φθόνο — возбуждать злую зависть, злость
-
27 φρίκη
η ужас, страх; кошмар;προκαλώ ( — или προξενώ) (τη) φρίκη — приводить в ужас, в содрогание;
νοιώθω φρίκη — приходить в ужас, ужасаться;
κυριευμένος από τη φρίκη — объятый ужасом;
με πιάνει φρίκη — меня охватывает ужас;
είναι φρίκη να την βλέπεις — смотреть на 'неё страшно;
με φρίκη — с ужасом;
(είναι) φρίκη! — или τί φρίκη! — какой ужас!
- 1
- 2
См. также в других словарях:
προκαλώ — προκαλῶ, έω, Ν Μ Α [καλώ] καλώ κάποιον σε αναμέτρηση (α. «προκαλώ σε μάχη» β. «ἴθι νῡν προκάλεσσαι Μενέλαον ἐξαῡτις μαχέσασθαι», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. ερεθίζω, διεγείρω («τόν προκαλούσε με τα καμώματά της») 2. γίνομαι αιτία, προξενώ, επιφέρω (α.… … Dictionary of Greek
προκαλώ — προκαλώ, προκάλεσα βλ. πίν. 76 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προκαλώ — προκάλεσα, προκλήθηκα και προκαλέστηκα, προκαλεσμένος 1. καλώ κάποιον σε αναμέτρηση, ερεθίζω, διεγείρω. 2. γίνομαι αίτιος για κάτι, προξενώ: Η τόση αδιαφορία του μου προκαλεί αγανάχτηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προκαλῶ — προκαλέω call forth pres subj act 1st sg (attic epic doric) προκαλέω call forth pres ind act 1st sg (attic epic doric) προκαλέω call forth fut ind act 1st sg (attic epic doric) προκαλέω call forth pres subj act 1st sg (attic epic doric) προκαλέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγουροφαίνομαι — προκαλώ δυσαρέσκεια, δυσθυμία σε κάποιον, τού κακοφαίνομαι, ξινοφαίνομαι … Dictionary of Greek
αναισθητίζω — προκαλώ απονάρκωση των αισθήσεων με κατάλληλα φάρμακα, ναρκώνω, υπνώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναίσθητος. ΠΑΡ. αναισθήτιση] … Dictionary of Greek
αναισθητοποιώ — προκαλώ σωματική αναισθησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναίσθητος + ποιώ. ΠΑΡ. νεοελλ. αναισθητοποίηση] … Dictionary of Greek
απογοητεύω — προκαλώ απογοήτευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + γοητεύω. Η λ. μαρτυρείται στον Ν. Σαρίπολο. Ο τ. απαγοητεύω (αντί απογοητεύω) είναι εσφαλμένος και οφείλεται σε παρετυμολογική σύνδεση της λ. με σύνθετα όπως απαγορεύω, απαθανατίζω κ.τ.ό. (πρβλ. και… … Dictionary of Greek
δυναμιτίζω — προκαλώ με ενέργειες ή λόγους σοβαρές κρίσεις («δυναμιτίζει τη συνεννόηση, το ήπιο κλίμα κ.λπ.») … Dictionary of Greek
ηλεκτρολύω — προκαλώ ή επιφέρω ηλεκτρόλυση … Dictionary of Greek
κατασυγχύζω — προκαλώ σε κάποιον πολύ μεγάλη σύγχυση, συγκλονίζω, αναστατώνω, συνταράσσω κάποιον … Dictionary of Greek