-
1 προκαλέσσεται
προκαλέωcall forth: aor subj mid 3rd sg (epic) -
2 προκαλέομαι
προ - καλέομαι, aor. προκαλέσσατο, imp. προκάλεσσαι, subj. προκαλέσσεται: challenge; χάρμῃ, μαχέσασθαι, Η 21, Il. 3.432.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > προκαλέομαι
См. также в других словарях:
προκαλέσσεται — προκαλέω call forth aor subj mid 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)