-
1 προκαθέζομαι
πρό, κατά-ἕζομαιseat oneself: pres ind mp 1st sg (epic)πρό-καθέζομαιsit down: pres ind mid 1st sg -
2 προκαθέζομαι
A sit before others, preside over, οἴκω Phintys ap. Stob. 4.23.61a: abs., preside, Mon. Ant.23.171 ([place name] Cilicia), Jahresh.15.55 ([place name] Notium); ἡ προκαθεζομένη πόλις the metropolis, Sch.rec.S.El.4, cf. OGI578.10 (Tarsus, iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκαθέζομαι
-
3 προκάθημαι
A to be seated before, π. τοσοῦτο πρὸ τῆς ἄλλης Ἑλλάδος lie so far in front of Greece, of the Thessalians, Hdt.7.172.2 c. gen., to be seated or lie before a place, so as to defend it,ἐπὶ τῷ στόματι π. τῆς θαλάμης Arist. HA 550b5
: hence, generally, protect, defend, τῶν ἑωυτοῦ, Ἰώνων, Hdt.8.36, 9.106, cf. Th.8.76, X.HG5.2.4;τῆς Ῥώμης Plb.2.24.15
, al.; (Elaea, ii B. C.): rare in Poets, φυλακὴν.. στρατιᾶς π., of sentinels, E.Rh.6 (anap.).II preside over,τὸ προκαθήμενον τῆς πόλεως Pl.Lg. 758d
;τοῦ πλήθους Arist. Pol. 1322b14
: metaph.,γεύσεως ὄσφρησις π. Ph.1.603
.2 abs., sit in public or preside, Plb.5.63.7, etc.;οἱ π. ἄρχοντες Id.12.16.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκάθημαι
См. также в других словарях:
προκαθέζομαι — Α 1. προΐσταμαι, προεδρεύω 2. στρατοπεδεύω μπροστά από έναν τόπο και τόν πολιορκώ 3. φρ. «ἡ προκαθεζομένη πόλις» η μητρόπολη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καθέζομαι «κάθομαι, τοποθετούμαι»] … Dictionary of Greek
προκαθέζομαι — πρό , κατά ἕζομαι seat oneself pres ind mp 1st sg (epic) πρό καθέζομαι sit down pres ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek