Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

προκάϑαρσις

См. также в других словарях:

  • προκάθαρσις — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκάθαρσις — άρσεως, ἡ, Α [προκαθαίρω] η προηγούμενη ή η προπαρασκευαστική κάθαρση …   Dictionary of Greek

  • προκάθαρσιν — προκάθαρσις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαθάρσιμος — ον, Μ [προκάθαρσις] αυτός που αναφέρεται στην εκ τών προτέρων κάθαρση …   Dictionary of Greek

  • προκαθάρσεως — προκαθάρσεω̆ς , προκάθαρσις fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»