-
1 προκάθαρσις
προ-καθ-αρπάζω, u. προ-κάθαρσις, ἡ, vorher mit Gewalt weg-, ein- od. fortreißen -
2 προ-άγνευσις
προ-άγνευσις, ἡ, vorhergegangene Reinigung, neben προκάϑαρσις Schol. Ar. Plut. 846.
См. также в других словарях:
προκάθαρσις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκάθαρσις — άρσεως, ἡ, Α [προκαθαίρω] η προηγούμενη ή η προπαρασκευαστική κάθαρση … Dictionary of Greek
προκάθαρσιν — προκάθαρσις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαθάρσιμος — ον, Μ [προκάθαρσις] αυτός που αναφέρεται στην εκ τών προτέρων κάθαρση … Dictionary of Greek
προκαθάρσεως — προκαθάρσεω̆ς , προκάθαρσις fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)