-
21 promptness
noun προθυμία -
22 исполнительность
[ισπαλνίτιλ'ναστ"/] ουσ. θ. προθυμία -
23 исполнительность
[ισπαλνίτιλ'ναστ"] ουσ θ προθυμία -
24 исполнительность
-и θ.ζήλος, προθυμία εκτέλεσης. -
25 исправность
-и θ.1. επισκευή, επιδιόρθωση.2. προθυμία, ζήλος. -
26 обязательность
-и θ.υποχρέωση, υποχρεωτική ισχύς. || προθυμία εξυπηρέτησης. -
27 отзывчивость
-и θ.προθυμία• συμπάθεια, συμπόνια. || ευαισθησία. -
28 ретивость
-и θ.ζήλος, προθυμία. || πόθος. -
29 усердие
-я ουδ.ζήλος, προθυμία• όρεξη•работать с -ем εργάζομαι με ζήλο•
усердие не по разуму υπέρμετρος (παράλογος) ζήλος.
|| παλ. εγκαρδιότητα. -
30 усердствовать
-ствую, -ствуешьρ.δ. έχω ζήλο• εμφορούμαι από ζήλο• δείχνω ζήλο,προθυμία, προθυμοποιούμαι. -
31 Activity
subs.Eagerness: P. and V. σπουδή, ἡ, προθυμία, ἡ.Energy: P. τὸ δραστήριον.Ease of movement: P. εὐκολία, ἡ (Plat.), εὐχέρεια, ἡ (Plat.).Agility: P. ἐλαφρότης, ἡ (Plat.), V. ὠκύτης, ἡ.Bustle: P. φιλοπραγμοσύνη, ἡ.Quickness: P. ὀξύτης, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Activity
-
32 Alacrity
subs.P. and V. σπουδή, ἡ, προθυμία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Alacrity
-
33 Alertness
subs.quickness: P. ὀξύτης, ἡ.Zeal: P. and V. προθυμία, ἡ, σπουδή, ἡ.Caution: P. and V. εὐλάβεια, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Alertness
-
34 Animation
subs.Life: P. and V. ψυχή, ἡ.Eagerness: P. and V. σπουδή, ἡ, προθυμία, ἡ.Cheerfulness: P. and V. εὐθυμία, ἡ (Xen.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Animation
-
35 Anxiety
subs.P. and V. φροντίς, ἡ, P. ἀγωνία, ἡ, Ar. and V. μέριμνα, ἡ, V. σύννοια, ἡ, μέλημα, τό; see Fear, Care.Eagerness: P. and V. προθυμία, ἡ, σπουδή, ἡ.Perturbation: V. τάραγμα, τό, ταραγμός, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Anxiety
-
36 Ardour
subs.Eagerness: P. and V. προθυμία, ἡ, σπουδή, ἡ, ὁρμή, ἡ.Boldness: P. and V. θράσος, τό, τόλμα, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ardour
-
37 Avidity
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Avidity
-
38 Cheerfulness
subs.Zeal, readiness: P. and V. προθυμία, ἡ, σπουδή, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cheerfulness
-
39 Cordiality
subs.P. and V. προθυμία, ἡ, P. φιλοφροσύνη, ἡ (Plat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cordiality
-
40 Dash
v. trans.Dashed upon the rocks: V. σποδούμενος πρὸς πέτρας.Be dashed to the ground: V. φορεῖσθαι πρὸς οὖδας.Dash in pieces: P. and V. συντρίβειν (Eur., Cycl.), Ar. and V. θραύειν (also Plat. but rare P.), V. συνθραύειν, συναράσσειν, ἐρείκειν.Dash off, extemporise: P. αὐτοσχεδιάζειν (acc.).Dash out. — He dashed his brains out: V. ἐγκέφαλον ἐξέρρανε (Eur., Cycl. 402).V. intrans. P. and V. ὁρμᾶν, ὁρμᾶσθαι, ἵεσθαι (rare P.), φέρεσθαι, Ar. and V. ᾄσσειν (rare P.), V. ἀΐσσειν, ὀρούειν, θοάζειν; see Rush, Swoop.Dash against: P. and V. πταίειν πρός (dat.), P. προσπίπτειν (dat.), συμπίπτειν πρός (dat. or πρός, acc.), see Collide.Dash into: P. and V. εἰσπίπτειν (P. εἰς, acc., V. dat. alone), Ar. and V. ἐμπίπτειν (dat.), V. εἰσορμᾶαθαι (acc.), ἐπεισπίπτειν (dat.), Ar. and P. εἰσπηδᾶν (εἰς, acc.), Ar. ἐπεισπαίειν (εἰς, acc.); see burst in.Dashing into the sea all armed as they were: P. ἐπεισβαίνοντες σὺν τοῖς ὅπλοις εἰς τὴν θάλασσαν (Thuc. 2, 90).Dash out: P. and V. ἐξορμᾶσθαι, ἐκπίπτειν.Dash over, inundate: P. and V. κατακλύζειν, P. ἐπικλύζειν.——————subs.Run: P. and V. δρόμος, ὁ, V. δράμημα, τό.Eagerness: P. and V. σπουδή, ἡ, προθυμία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Dash
См. также в других словарях:
προθυμία — η, ΝΜΑ και προθυμιά Ν [πρόθυμος] ευμενής διάθεση, καλή θέληση, στάση που εμπνέεται από ζήλο (α. «όταν τόν είχα ανάγκη μέ βοήθησε με προθυμία» β. «μηδὲν ἀπολείπειν προθυμίας», Πλάτ.) νεοελλ. (στον τ. προθυμιά) (για φυτά) ορμή για βλάστηση αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
προθυμία — προθῡμίᾱ , προθυμία readiness fem nom/voc/acc dual προθῡμίᾱ , προθυμία readiness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθυμίᾳ — προθῡμίαι , προθυμία readiness fem nom/voc pl προθῡμίᾱͅ , προθυμία readiness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθυμία — η ψυχική τάση, θέληση, διάθεση για κάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προθυμιάσῃ — προθυμιά̱σῃ , προθυμιάομαι fumigate before aor subj mp 2nd sg (attic doric) προθυμιά̱σῃ , προθυμιάομαι fumigate before fut ind mp 2nd sg (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόθυμος — η, ο / πρόθυμος, ον, ΝΜΑ αυτός που δείχνει καλή διάθεση και ζήλο για μια ενέργεια, αυτός που έχει προθυμία να κάνει κάτι που τού ζητήθηκε ή που πρέπει (α. «είμαι πάντα πρόθυμη να σέ βοηθήσω» β. «οὐκ εἰμὶ πρόθυμος ἐξηγέεσθαι», Ηρόδ.) αρχ. 1. αυτός … Dictionary of Greek
σπεύδω — ΝΜΑ 1. κινούμαι γρήγορα προς μια κατεύθυνση (α. «μόλις τόν είδε, έσπευσε να τόν προϋπαντήσει» β. «μὴ εἶναι ἔνθα πάλαι σπεύδομεν», Ξεν. γ. «... ἔλαφος... διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην σπεύδουσ ἱδρώουσα», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι έτοιμος ψυχικά,… … Dictionary of Greek
σπουδή — Η βιασύνη, η βιάση. Στον πληθυντικό σπουδές = η μελέτη για κάποια επιστημονική κατάρτιση. Ο όρος χρησιμοποιείται και στις καλές τέχνες, κυρίως στη ζωγραφική, τη γλυπτική και τη μουσική. Στις δυο πρώτες, σ. είναι το σχέδιο που φιλοτεχνεί ο… … Dictionary of Greek
бъдрость — БЪДРОСТ|Ь (27), И с. 1.Бодрствование: Еи воистину исповѣдаю... правила надъ всѣми и о ||=всѣхъ. и о всѩчьскы(х). пищю гл҃ю и. питье. бодрость и бдѣнье. (ἐγρηγόρσει) ФСт XIV, 166б в; тѣмъ много вамъ. требованье въспрѩновень˫а. бодрости печали.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
έωλος — ο (ΑΜ ἕωλος, ον) 1. αυτός που απέμεινε από την προηγούμενη μέρα, χθεσινός, παλιός, μπαγιάτικος 2. (για τρόφιμα) μπαγιάτικος, μουχλιασμένος 3. (για αβγά) κλούβιος μσν. (για πράγματα) αυτός που καθυστέρησε αρχ. 1. (για πράξεις) παλιός,… … Dictionary of Greek
εφέλκω — (Α ἐφέλκω, ιων. τ. ἐπέλκω) σύρω, τραβώ προς το μέρος μου αρχ. 1. σύρω, τραβώ κάτι πίσω από κάποιον 2. οδηγώ σέρνοντας («ἐκ τοῡ βραχίονος ἵππον ἐπέλκουσα», Ηρόδ.) 3. (για πλοίο) ρυμουλκώ («ναῡς ὥς ἐφέλξω», Ηρόδ.) 4. (για άρρωστα ζώα ή ανθρώπους)… … Dictionary of Greek