Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

προθυμοῦμαι

См. также в других словарях:

  • προθυμούμαι — έομαι, ΜΑ [πρόθυμος] είμαι πρόθυμος, έτοιμος να κάνω κάτι που πρέπει ή που μού ζητήθηκε («ἐὰν τις ἐν τῇ πόλει προθυμῆται χρηστός εἶναι», Λυσ.) μσν. ενθαρρύνω αρχ. 1. ενεργώ με ζήλο υπέρ κάποιου 2. είμαι εύθυμος, είμαι σε καλή διάθεση …   Dictionary of Greek

  • προθυμοῦμαι — προθυμέομαι Ages.. pres ind mp 1st sg (attic epic doric) προθῡμοῦμαι , προθυμέομαι Ages.. pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπροθυμούμαι — καταπροθυμοῡμαι, έομαι (Α) επιτ. τ. τού προθυμούμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + προθυμοῦμαι «είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι»] …   Dictionary of Greek

  • προθύμημα — τὸ, Α [προθυμοῡμαι] θάρρος, φρόνημα …   Dictionary of Greek

  • σαυλοπρωκτιώ — άω, Α περπατώ κουνώντας τα οπίσθιά μου, βαδίζω καμαρωτά και κουνιστά («καὶ μὴν προθυμοῡμαί γε σαυλοπρωκτιᾱν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σαῦλος «αβρός, τρυφερός» + πρωκτός + επίθημα ιῶ] …   Dictionary of Greek

  • συμπροθυμούμαι — έομαι, Α [προθυμοῡμαι] 1. έχω την ίδια προθυμία με άλλον, είμαι επίσης πρόθυμος («ἐὰν θεὸς ἐθέλῃ καὶ ὑμεῑς συμπροθυμῆσθε», Ξεν.) 2. προάγω κάτι μαζί με κάποιον άλλο («τοῑς ξυμπροθυμηθεῑσι τῶν ῥητόρων τὸν ἔκπλουν», Θουκ.) 3. συνεργώ σε κάτι,… …   Dictionary of Greek

  • υπερπροθυμούμαι — έομαι, ΜΑ (αποθ.) κατέχομαι από σφοδρή επιθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + προθυμοῦμαι «είμαι πρόθυμος, ενεργώ με ζήλο» (< πρόθυμος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»