-
1 προθυμοποιεομαι
преисполнять готовностью, внушать бодрость(εἰς τοὺς κινδύνους Diod.)
-
2 προθυμοποιέομαι
A make willing or ready, encourage, Steph. in Hp. Aph.2.473 D., v.l. in D.S.14.56:—[voice] Act. in Eust.1393.43.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προθυμοποιέομαι
-
3 προθῡμοποιέομαι
προ-θῡμο-ποιέομαι, bereitwillig od. gutes Mutes machen -
4 προθυμοποιουμένων
προθυμοποιέομαιmake willing: pres part mp fem gen pl (attic epic doric)προθυμοποιέομαιmake willing: pres part mp masc /neut gen pl (attic epic doric) -
5 προθυμοποιηθείς
προθυμοποιέομαιmake willing: aor part mp masc nom /voc sg -
6 προθυμοποιούμενοι
προθυμοποιέομαιmake willing: pres part mp masc nom /voc pl (attic epic doric) -
7 προθυμοποιούμενος
προθυμοποιέομαιmake willing: pres part mp masc nom sg (attic epic doric) -
8 προθυμοποιεί
-
9 προθυμοποιεῖ
-
10 προθυμοποιείσθαι
-
11 προθυμοποιεῖσθαι
-
12 προθυμοποιείται
-
13 προθυμοποιεῖται
-
14 προθυμοποιούμαι
-
15 προθυμοποιοῦμαι
-
16 συμπροθυμοποιείσθαι
σύν, πρό-θυμοποιέωhearten: pres inf mp (attic epic)σύν-προθυμοποιέομαιmake willing: pres inf mp (attic epic) -
17 συμπροθυμοποιεῖσθαι
σύν, πρό-θυμοποιέωhearten: pres inf mp (attic epic)σύν-προθυμοποιέομαιmake willing: pres inf mp (attic epic)
См. также в других словарях:
προθυμοποιουμένων — προθυμοποιέομαι make willing pres part mp fem gen pl (attic epic doric) προθυμοποιέομαι make willing pres part mp masc/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθυμοποιεῖ — προθυμοποιέομαι make willing pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθυμοποιεῖσθαι — προθυμοποιέομαι make willing pres inf mp (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθυμοποιεῖται — προθυμοποιέομαι make willing pres ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθυμοποιηθείς — προθυμοποιέομαι make willing aor part mp masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθυμοποιοῦμαι — προθυμοποιέομαι make willing pres ind mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθυμοποιούμενοι — προθυμοποιέομαι make willing pres part mp masc nom/voc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθυμοποιούμενος — προθυμοποιέομαι make willing pres part mp masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπροθυμοποιεῖσθαι — σύν , πρό θυμοποιέω hearten pres inf mp (attic epic) σύν προθυμοποιέομαι make willing pres inf mp (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)