Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

προηγέτης

См. также в других словарях:

  • προηγέτης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προηγέτης — δωρ. τ. προαγέτης, ὁ, θηλ. προηγέτις, ιδος, Α αυτός που προπορεύεται ως οδηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ηγέτης (< ἡγοῦμαι), πρβλ. ποδ ηγέτης] …   Dictionary of Greek

  • προαγέτης — ὁ, Α βλ. προηγέτης …   Dictionary of Greek

  • προηγέτις — ιδος, ἡ, Α βλ. προηγέτης …   Dictionary of Greek

  • προηγεσία — ἡ, Μ [προηγέτης] το να προπορεύεται κανείς ως οδηγός …   Dictionary of Greek

  • προηγέτην — προάγω lead forward imperf ind act 3rd dual (attic epic ionic) προηγέτης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»