-
1 προζώννυται
πρό-ζώννυμιgird: pres ind mp 3rd sg -
2 προζωννύω
προζωννύω, =A procingo, Gloss.:—[voice] Med. -ζώννῠμαι, gird oneself in front, as with an apron,ᾤαν λούμενος προζώννυται Pherecr.62
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προζωννύω
-
3 ᾤα
ᾤα (A), ἡ,A = μηλωτή, sheepskin, Hermipp.57 (anap.), cf. Poll.10.181, Hsch.;στέγασμα, εἴ τι βόλεστε, ἀποπέμψαι ἢ ὤας ἢ διφθέρας ὡς εὐτελεστάτας καὶ μὴ σισυρωτάς SIG1259
(Athens, iv B. C.).2 garment of this material, a sort of drawers or apron, used by bathers,περιζωσάμενος ᾤαν λουτρίδα, κατάδεσμον ἥβης Theopomp.Com.37
; ᾤαν λούμενος (Bentl. for λουμένῳ)προζώννυται Pherecr.62
; worn at certain sacred rites, Hermipp.53 (anap.).II = ὄα (B).1, border or fringe of a garment, = τὸ κράσπεδον τοῦ ἱματίου, Ar. ap. Lex.Mess. p.411 (σὺν τῷ ῑ, but Phot. and Eust. cite (Fr. 228) the same play for ὀαὶ τῶν ἱματίων); τὴν ᾤαν τοῦ ἐνδύματος LXXPs.132(133).2
, cf. Gal.18(1).776, dub. cj. in Aen.Tact.31.23 (bis);ᾤαν ἔχον κύκλῳ τοῦ περιστομίου, ἔργον ὑφάντου, ἵνα μὴ ῥαγῇ LXXEx.28.28
, cf. 36.31; Eust. speaks of the χρυσῆ ᾤα of Odysseus, 1828.53.2 generally, edge,ἐς τὰν ἄνω ὠίαν τᾶς πέτρας GDI5075.59
([place name] Crete);ἡ ὤα τοῦ ἄντρου τῆς μεγάλης πέτρας ἦν τὸ μεσαίτατον Longus 1.4
; τὰν βωίαν (i. e. ϝωίαν) A 24 ([place name] Crete); στεφάνυσι [δέ] ἑκατ' ὤιαν ἐκόσμιον summit, dub. in Corinn.Supp.1.26.—Gramm. vary in spelling,ὄα Poll.7.62
, Hdn.Gr.2.271; ὄα andᾤα Hsch.
;ᾦα Theognost.Can.106
;ὦα Eust.
(v. supr.), quoting Ael.Dion.Fr. 266 (whose lexicon gave both ὄα and ᾦα ) and an anonymous lexicon which gave ὀαὶ ἱματίων (ὀξυτόνως καὶ συνεσταλμένως, = Ar.Fr. 228): SIG1259 (v. supr.) is by a half-educated writer: Eust. considers ᾤα to be [var] contr. from οἰέη or ὀΐα, 877.53, 1828.51.------------------------------------ὤα (B),
См. также в других словарях:
προζώννυται — πρό ζώννυμι gird pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ώα — (I) η / ὤα, ΝΜΑ, και όα Ν, και ᾦα ΜΑ, και ὄα και ὀά και οἴα και ὠία και ὤια Α παρυφή ενδύματος ή υφάσματος, ούγια νεοελλ. φρ. «αιδοιική ώα» ανατ. τα υπερτροφικά χείλη γυναικείου αιδοίου νεοελλ. μσν. περιθώριο σελίδας βιβλίου αρχ. 1. δέρμα… … Dictionary of Greek