-
1 προευαγγελιζομαι
-
2 προευαγγελίζομαι
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > προευαγγελίζομαι
-
3 προευαγγελίζομαι
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > προευαγγελίζομαι
-
4 προευαγγελίζομαι
предвозвещать благую весть.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > προευαγγελίζομαι
-
5 4283
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4283
См. также в других словарях:
προευαγγελίζομαι — ΝΜΑ ευαγγελίζομαι, φέρνω χαρούμενη αγγελία εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εὐαγγελίζομαι «αναγγέλλω ευχάριστες ειδήσεις»] … Dictionary of Greek
προευαγγελιζόμενον — προευαγγελίζομαι bring glad tidings before pres part mp masc acc sg προευαγγελίζομαι bring glad tidings before pres part mp neut nom/voc/acc sg προευαγγελιζόμενον , προευαγγελίζομαι bring glad tidings before pres part mp masc acc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προευαγγελιζόμενος — προευαγγελίζομαι bring glad tidings before pres part mp masc nom sg προευαγγελιζόμενος , προευαγγελίζομαι bring glad tidings before pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προευαγγελισάμενος — προευαγγελίζομαι bring glad tidings before aor part mp masc nom sg προευαγγελισάμενος , προευαγγελίζομαι bring glad tidings before aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προευαγγελίζεται — προευαγγελίζομαι bring glad tidings before pres ind mp 3rd sg προευαγγελίζεται , προευαγγελίζομαι bring glad tidings before pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προευαγγελίσασθαι — προευαγγελίζομαι bring glad tidings before aor inf mp προευαγγελίσασθαι , προευαγγελίζομαι bring glad tidings before aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προευηγγελίζετο — προευαγγελίζομαι bring glad tidings before imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)