Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

προεξαΐσσω

См. также в других словарях:

  • προεξαΐσσω — και αττ. τ. προεξᾴσσω Α πηδώ έξω, εξορμώ πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξαΐσσω / ἐξᾴσσω «πηδώ έξω, ορμώ προς τα εμπρός»] …   Dictionary of Greek

  • προεξαίσσοντες — προεξαίσσω dart out before pres part act masc nom/voc pl προεξαίσσοντες , προεξαίσσω dart out before pres part act masc nom/voc pl προεξαΐσσοντες , προεξαίσσω dart out before pres part act masc nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεξᾴξαντες — προεξαίσσω dart out before aor part act masc nom/voc pl προεξᾴξαντες , προεξαίσσω dart out before aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεξῇξαν — προεξαίσσω dart out before aor ind act 3rd pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»