-
1 προεξαποστελλω
-
2 προεξαποστέλλω
(αόρ. προεξαπόστειλα) μετ. посылать, направлять заранее, вперёд (кого-л.)
См. также в других словарях:
προεξαποστέλλω — Α στέλνω προηγουμένως κάποιον ή κάτι σε ένα μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξαποστέλλω «στέλνω έξω, μακριά»] … Dictionary of Greek
προεξαπεσταλμένοι — προεξαποστέλλω send out before perf part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξαπέστειλε — προεξαποστέλλω send out before aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξαπέστειλεν — προεξαποστέλλω send out before aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)