-
1 προεξανισταμαι
(aor. 2 προεξανέστην)1) раньше подниматься Dem. etc.προεξαναστάντες πρότεροι ἐχώρεον ἐς τοὺς βαρβάρους Her. — поднявшись первыми, (тегейцы) двинулись на варваров;
π. τῷ πολέμῳ Plut. — первым начинать войну2) преждевременно подниматьсяοἱ προεξανιστάμενοι ῥαπίζονται Her. — те, которые раньше времени поднимаются (т.е. начинают состязание до сигнала), наказываются палками
-
2 προεξανίσταμαι
A rise before or first, Hdt.9.62; rouse oneself beforehand, D.18.163, J.AJ18.6.10;π. τῷ πολέμῳ
make war first,Plu.
Rom.16: c. gen.,π. τοῦ τέλους Lib.Or.51.4
; to be roused before,τὼ χεῖρε π. τῶν ὀφθαλμῶν Them.Or.17.216c
.2 in a race, start before the signal is given,οἱ προεξανιστάμενοι ῥαπίζονται Hdt.8.59
, cf. Plu.Them.11; - αναστάντας καταγινώσκειν condemn hastily, Ph.2.210.3 revolt prematurely, Plu.2.459e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προεξανίσταμαι
-
3 προεξανίσταμαι
προ-εξ-αν-ίσταμαι, vorher aufstehen, aufbrechen; in den Wettkämpfen vor der rechten Zeit, ehe das Zeichen gegeben worden ist, aufstehen u. hervortreten; bes. vom Heere: gegen den Feind aufbrechen; τῷ πολέμῳ, zuerst den Krieg anfangen u. losbrechen -
4 προεξαναστάντα
προεξαναστάντα, προεξανίσταμαιrise before: aor part act neut nom /voc /acc plπροεξαναστάντα, προεξανίσταμαιrise before: aor part act masc acc sg -
5 προεξαναστάντων
προεξαναστάντων, προεξανίσταμαιrise before: aor part act masc /neut gen plπροεξαναστάντων, προεξανίσταμαιrise before: aor imperat act 3rd pl -
6 προεξανέστη
προεξανέστη, προεξανίσταμαιrise before: plup ind act 1st sgπροεξανέστη, προεξανίσταμαιrise before: aor ind act 3rd sg -
7 προεξανέστης
προεξανέστης, προεξανίσταμαιrise before: plup ind act 2nd sgπροεξανέστης, προεξανίσταμαιrise before: aor ind act 2nd sg -
8 προεξανέστησαν
προεξανέστησαν, προεξανίσταμαιrise before: aor ind act 3rd plπροεξανέστησαν, προεξανίσταμαιrise before: aor ind act 3rd pl -
9 προεξαναστήναι
-
10 προεξαναστῆναι
-
11 προεξαναστής
-
12 προεξαναστῇς
-
13 προεξαναστήσαι
-
14 προεξαναστῆσαι
-
15 προεξαναστήτε
-
16 προεξαναστῆτε
-
17 προεξαναστάντας
προεξαναστάντας, προεξανίσταμαιrise before: aor part act masc acc pl -
18 προεξαναστάντες
προεξαναστάντες, προεξανίσταμαιrise before: aor part act masc nom /voc pl -
19 προεξαναστάντος
προεξαναστάντος, προεξανίσταμαιrise before: aor part act masc /neut gen sg -
20 προεξαναστάς
προεξαναστά̱ς, προεξανίσταμαιrise before: aor part act masc nom /voc sg
- 1
- 2
См. также в других словарях:
προεξαναστάντα — προεξανίσταμαι rise before aor part act neut nom/voc/acc pl προεξαναστάντα , προεξανίσταμαι rise before aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξαναστάντων — προεξανίσταμαι rise before aor part act masc/neut gen pl προεξαναστάντων , προεξανίσταμαι rise before aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξανέστη — προεξανίσταμαι rise before plup ind act 1st sg προεξανέστη , προεξανίσταμαι rise before aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξανέστης — προεξανίσταμαι rise before plup ind act 2nd sg προεξανέστης , προεξανίσταμαι rise before aor ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξανέστησαν — προεξανίσταμαι rise before aor ind act 3rd pl προεξανέστησαν , προεξανίσταμαι rise before aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξανίστημι — και προεξανιστῶ, άω, Α 1. στήνω κάτι προηγουμένως όρθιο («τὰστήθη προεξανιστᾱν προπετῶς», Κλήμ. Αλ.) 2. (για στράτευμα) κινούμαι πρώτος εναντίον τού εχθρού 3. προλαβαίνω να σηκωθώ («εἰ μὴ προεξανέστημεν μικρόν, οὐδ ἀναλαβεῑν ἂν ἐδυνήθημεν»,… … Dictionary of Greek
προεξαναστάντας — προεξανίσταμαι rise before aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξαναστάντες — προεξανίσταμαι rise before aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξαναστάντος — προεξανίσταμαι rise before aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξαναστάς — προεξαναστά̱ς , προεξανίσταμαι rise before aor part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξαναστῆναι — προεξανίσταμαι rise before aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)