-
1 προεξανισταμαι
(aor. 2 προεξανέστην)1) раньше подниматься Dem. etc.προεξαναστάντες πρότεροι ἐχώρεον ἐς τοὺς βαρβάρους Her. — поднявшись первыми, (тегейцы) двинулись на варваров;
π. τῷ πολέμῳ Plut. — первым начинать войну2) преждевременно подниматьсяοἱ προεξανιστάμενοι ῥαπίζονται Her. — те, которые раньше времени поднимаются (т.е. начинают состязание до сигнала), наказываются палками
См. также в других словарях:
προεξαναστάντα — προεξανίσταμαι rise before aor part act neut nom/voc/acc pl προεξαναστάντα , προεξανίσταμαι rise before aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξαναστάντων — προεξανίσταμαι rise before aor part act masc/neut gen pl προεξαναστάντων , προεξανίσταμαι rise before aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξανέστη — προεξανίσταμαι rise before plup ind act 1st sg προεξανέστη , προεξανίσταμαι rise before aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξανέστης — προεξανίσταμαι rise before plup ind act 2nd sg προεξανέστης , προεξανίσταμαι rise before aor ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξανέστησαν — προεξανίσταμαι rise before aor ind act 3rd pl προεξανέστησαν , προεξανίσταμαι rise before aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξανίστημι — και προεξανιστῶ, άω, Α 1. στήνω κάτι προηγουμένως όρθιο («τὰστήθη προεξανιστᾱν προπετῶς», Κλήμ. Αλ.) 2. (για στράτευμα) κινούμαι πρώτος εναντίον τού εχθρού 3. προλαβαίνω να σηκωθώ («εἰ μὴ προεξανέστημεν μικρόν, οὐδ ἀναλαβεῑν ἂν ἐδυνήθημεν»,… … Dictionary of Greek
προεξαναστάντας — προεξανίσταμαι rise before aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξαναστάντες — προεξανίσταμαι rise before aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξαναστάντος — προεξανίσταμαι rise before aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξαναστάς — προεξαναστά̱ς , προεξανίσταμαι rise before aor part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξαναστῆναι — προεξανίσταμαι rise before aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)