-
1 προεξαναγόμενοι
προεξαναγόμενοι, πρό-ἐξανάγωbring out of: pres part mp masc nom /voc pl -
2 προεξάγω
προεξ-άγω [ᾰ],A lead or carry out first,τὴν ληΐην ἐς τὸν αἰγιαλόν Hdt.9.106
;π. τινὰ ἐκ τοῦ ζῆν Plb.30.7.8
, Plu.2.117d:—[voice] Pass., go out first,π. ναυσί Th.7.70
( προεξαναγόμενοι ap.D.H.Th.26); to be exported previously, BGU 802i11, al. (i A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προεξάγω
См. также в других словарях:
προεξαναγόμενοι — πρό ἐξανάγω bring out of pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)