-
1 προεξαγκωνιζω
( о кулачных бойцах) делать подготовительные движения руками, перен. ( об ораторах) подготовляться -
2 προεξαγκωνίζω
προεξ-αγκωνίζω, as a pugilistic term,A spar before beginning to fight: hence metaph., of a speaker,οὐδὲν προεξαγκωνίσας οὐδὲ προανακινήσας εὐθὺς ἄρχεται Arist.Rh. 1416a2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προεξαγκωνίζω
-
3 προεξαγκωνίσας
προεξαγκωνίσᾱς, προεξαγκωνίζωspar before: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic)προεξαγκωνίσᾱς, προεξαγκωνίζωspar before: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
προεξαγκωνίζω — Α (στην πυγμαχία) κινώ προς τα πίσω τους αγκώνες και ετοιμάζομαι να χτυπήσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξαγκωνίζω «σπρώχνω κάποιον με τον αγκώνα»] … Dictionary of Greek
προεξαγκωνίσας — προεξαγκωνίσᾱς , προεξαγκωνίζω spar before aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) προεξαγκωνίσᾱς , προεξαγκωνίζω spar before aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)