-
1 προενισταμαι
заранее выставлятьπ. καὴ προαγορεύειν Arst. — упреждать (возражения противника) словесными доводами
-
2 προενίσταμαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προενίσταμαι
-
3 προενίσταμαι
-
4 προενστατεον
См. также в других словарях:
προενίσταμαι — Α [ἐνίσταμαι] προβάλλω ένσταση προηγουμένως … Dictionary of Greek