Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

προενοίκησις

См. также в других словарях:

  • προενοίκησις — ήσεως, ἡ, Α [προενοικῶ] το να ενοικεί, να κατοικεί κάποιος προηγουμένως σε έναν χώρο …   Dictionary of Greek

  • προενοικήσει — προενοίκησις dwelling in fem nom/voc/acc dual (attic epic) προενοικήσεϊ , προενοίκησις dwelling in fem dat sg (epic) προενοίκησις dwelling in fem dat sg (attic ionic) προενοικέω dwell in aor subj act 3rd sg (epic) προενοικέω dwell in fut ind mid… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προενοίκησιν — προενοίκησις dwelling in fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»