-
1 προενοικησις
- εως ἥ прежнее обитание
См. также в других словарях:
προενοίκησις — ήσεως, ἡ, Α [προενοικῶ] το να ενοικεί, να κατοικεί κάποιος προηγουμένως σε έναν χώρο … Dictionary of Greek
προενοικήσει — προενοίκησις dwelling in fem nom/voc/acc dual (attic epic) προενοικήσεϊ , προενοίκησις dwelling in fem dat sg (epic) προενοίκησις dwelling in fem dat sg (attic ionic) προενοικέω dwell in aor subj act 3rd sg (epic) προενοικέω dwell in fut ind mid… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προενοίκησιν — προενοίκησις dwelling in fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)