-
1 προεναρχομαι
ранее начинать(ἵνα, καθὼς προενήρξατο - v. l. ἐνήρξατο - οὕτως καὴ ἐπιτελέσῃ NT.)
-
2 προενάρχομαι
προενάρχομαι 1 aor. προενηρξάμην (hapax leg., cp. Lampe s.v.) begin (beforehand) so that the beginning lies in the past as contrasted w. the present τὶ someth. 2 Cor 8:10 (where προ is explained by ἀπὸ πέρυσι, and νυνί vs. 11 forms the contrast). Abs. (opp. ἐπιτελεῖν) vs. 6.—DELG s.v. ἄρχω.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > προενάρχομαι
-
3 προενάρχομαι
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > προενάρχομαι
-
4 προενάρχομαι
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > προενάρχομαι
-
5 προενάρχομαι
начинать раньше.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > προενάρχομαι
-
6 προενάρχομαι
A begin before, 2 Ep.Cor.8.6,10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προενάρχομαι
-
7 προενάρχομαι
-
8 προεναρξαμένων
προεναρξαμένων, προενάρχομαιbegin before: aor part mid fem gen plπροεναρξαμένων, προενάρχομαιbegin before: aor part mid masc /neut gen pl -
9 προεναρξαμένους
προεναρξαμένους, προενάρχομαιbegin before: aor part mid masc acc pl -
10 προενάρξασθαι
προενάρξασθαι, προενάρχομαιbegin before: aor inf mid -
11 προενήρξασθε
προενήρξασθε, προενάρχομαιbegin before: aor ind mid 2nd pl (attic epic ionic) -
12 προενήρξατο
προενήρξατο, προενάρχομαιbegin before: aor ind mid 3rd sg (attic epic ionic) -
13 4278
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4278
См. также в других словарях:
προενάρχομαι — Α αρχίζω κάτι πριν από κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐνάρχομαι «αρχίζω»] … Dictionary of Greek
προεναρξαμένων — προενάρχομαι begin before aor part mid fem gen pl προεναρξαμένων , προενάρχομαι begin before aor part mid masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεναρξαμένους — προενάρχομαι begin before aor part mid masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προενάρξασθαι — προενάρχομαι begin before aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προενήρξασθε — προενάρχομαι begin before aor ind mid 2nd pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προενήρξατο — προενάρχομαι begin before aor ind mid 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)