Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

προενάρχομαι

См. также в других словарях:

  • προενάρχομαι — Α αρχίζω κάτι πριν από κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐνάρχομαι «αρχίζω»] …   Dictionary of Greek

  • προεναρξαμένων — προενάρχομαι begin before aor part mid fem gen pl προεναρξαμένων , προενάρχομαι begin before aor part mid masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεναρξαμένους — προενάρχομαι begin before aor part mid masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προενάρξασθαι — προενάρχομαι begin before aor inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προενήρξασθε — προενάρχομαι begin before aor ind mid 2nd pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προενήρξατο — προενάρχομαι begin before aor ind mid 3rd sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»