-
1 προεμβάτης
προ-εμ-βάτης, ὁ, der voran od. zuerst Einsteigende, bes. in das geenterte feindliche Schiff -
2 προ-εμ-βατήριος
προ-εμ-βατήριος, den προεμβάτης betreffend, γέρας, die Belohnung dessen, der beim Entern zuerst das feindliche Schiff besteigt, Heliod. 2, 31.
-
3 προεμβατήριος
προ-εμ-βατήριος, den προεμβάτης betreffend, γέρας, die Belohnung dessen, der beim Entern zuerst das feindliche Schiff besteigt
См. также в других словарях:
προεμβάτης — one who first boards masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεμβάτης — ὁ, Α [προεμβαίνω] αυτός που πηδάει πρώτος πάνω σε εχθρικό πλοίο μετά την εμβολή του … Dictionary of Greek
προεμβατήριος — ον, Α αυτός που ανήκει στον προεμβάτη («γέρας προεμβατήριον» η αμοιβή που δίνεται στον προεμβάτη, Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προεμβάτης «αυτός που πηδάει πρώτος σε εχθρικό πλοίο» + κατάλ. τήριος (πρβλ. επιβα τήριος)] … Dictionary of Greek