Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

προεμβάτης

См. также в других словарях:

  • προεμβάτης — one who first boards masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεμβάτης — ὁ, Α [προεμβαίνω] αυτός που πηδάει πρώτος πάνω σε εχθρικό πλοίο μετά την εμβολή του …   Dictionary of Greek

  • προεμβατήριος — ον, Α αυτός που ανήκει στον προεμβάτη («γέρας προεμβατήριον» η αμοιβή που δίνεται στον προεμβάτη, Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προεμβάτης «αυτός που πηδάει πρώτος σε εχθρικό πλοίο» + κατάλ. τήριος (πρβλ. επιβα τήριος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»