-
1 προεκφοβησις
-
2 προεκφόβησις
A previous panic, Th.5.11, D.C.Fr.109.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προεκφόβησις
-
3 προεκφόβησις
προ-εκ-φόβησις, ἡ, vorübergehendes Schrecken -
4 προεκφοβήσεως
προεκφοβήσεω̆ς, προεκφόβησιςprevious panic: fem gen sg (attic)
См. также в других словарях:
προεκφόβησις — ήσεως, ἡ, Α [προεκφοβῶ] ο εκφοβισμός κάποιου εκ τών προτέρων … Dictionary of Greek
προεκφοβήσεως — προεκφοβήσεω̆ς , προεκφόβησις previous panic fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)