-
1 προεκτηκομαι
(3 л. pl. impf. προεξετήκοντο) преждевременно чахнуть, погибать(ταῖς λύπαις Plut.)
См. также в других словарях:
προεκτήκω — Α 1. λειώνω, διαλύω προηγουμένως κάτι 2. παθ. προεκτήκομαι καταβάλλομαι, εξαντλούμαι τελείως εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκτήκω «λειώνω εντελώς, διαλύω, καταστρέφω»] … Dictionary of Greek