-
1 προεισερχομαι
(aor. 2 προεισῆλθον) входить раньше(εἰς τέν πόλιν Plut.)
προεισεληλυθώς Dem. — войдя первым (в комнату)
См. также в других словарях:
προεισέρχομαι — Α εισέρχομαι προηγουμένως … Dictionary of Greek
προεισελθόν — προεισέρχομαι come aor part act masc voc sg προεισελθόν , προεισέρχομαι come aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεισελθόντα — προεισέρχομαι come aor part act neut nom/voc/acc pl προεισελθόντα , προεισέρχομαι come aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεισῆλθε — προεισέρχομαι come aor ind act 3rd sg προεισῆλθε , προεισέρχομαι come aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεισῆλθεν — προεισέρχομαι come aor ind act 3rd sg προεισῆλθεν , προεισέρχομαι come aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεισδύνω — Μ προεισέρχομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εἰσδύνω, άλλος τ. τού εἰσδύω «εισέρχομαι»] … Dictionary of Greek
προεισκρίνω — Α 1. εισάγω προηγουμένως («ὁπηνίκα ἂν εὐαγγελίζωνται οἱ ἄγγελοι τὰς στείρας, οἷον προεισκρίνουσι τῆς συλλήψεως τὰς ψυχάς», Κλήμ. Αλ.) 2. μέσ. προεισκρίνομαι προεισέρχομαι* («ἐπεισκρίνεται δὲ ή ψυχὴ καὶ προεισκρίνεται τὸ ἡγεμονικόν», Κλήμ. Αλ.).… … Dictionary of Greek
προεισπορεύομαι — Α προεισέρχομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εἰσπορεύομαι «εισάγω, εισέρχομαι»] … Dictionary of Greek
προεισεληλυθός — προεισέρχομαι come perf part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεισεληλυθότος — προεισέρχομαι come perf part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεισεληλυθότων — προεισέρχομαι come perf part act masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)