Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

προεισέρχομαι

См. также в других словарях:

  • προεισέρχομαι — Α εισέρχομαι προηγουμένως …   Dictionary of Greek

  • προεισελθόν — προεισέρχομαι come aor part act masc voc sg προεισελθόν , προεισέρχομαι come aor part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεισελθόντα — προεισέρχομαι come aor part act neut nom/voc/acc pl προεισελθόντα , προεισέρχομαι come aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεισῆλθε — προεισέρχομαι come aor ind act 3rd sg προεισῆλθε , προεισέρχομαι come aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεισῆλθεν — προεισέρχομαι come aor ind act 3rd sg προεισῆλθεν , προεισέρχομαι come aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεισδύνω — Μ προεισέρχομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εἰσδύνω, άλλος τ. τού εἰσδύω «εισέρχομαι»] …   Dictionary of Greek

  • προεισκρίνω — Α 1. εισάγω προηγουμένως («ὁπηνίκα ἂν εὐαγγελίζωνται οἱ ἄγγελοι τὰς στείρας, οἷον προεισκρίνουσι τῆς συλλήψεως τὰς ψυχάς», Κλήμ. Αλ.) 2. μέσ. προεισκρίνομαι προεισέρχομαι* («ἐπεισκρίνεται δὲ ή ψυχὴ καὶ προεισκρίνεται τὸ ἡγεμονικόν», Κλήμ. Αλ.).… …   Dictionary of Greek

  • προεισπορεύομαι — Α προεισέρχομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εἰσπορεύομαι «εισάγω, εισέρχομαι»] …   Dictionary of Greek

  • προεισεληλυθός — προεισέρχομαι come perf part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεισεληλυθότος — προεισέρχομαι come perf part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεισεληλυθότων — προεισέρχομαι come perf part act masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»