Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

προεισάγω

См. также в других словарях:

  • προεισάγω — ΝΑ [εἰσάγω] εισάγω εκ τών προτέρων αρχ. 1. φέρνω, οδηγώ κάποιον κάπου προηγουμένως («ἐπὶ τὴν χώραν τάδελφοῡ προεισαγομένου», επιγρ.) 2. (σχετικά με σύγγραμμα) παρουσιάζω ή περιγράφω αρχικά («ἐν τοῡτῳ δέ, δωδεκάτῳ τῶν παραλλήλων ὄντι βίων, τὸν τοῡ …   Dictionary of Greek

  • προεισάγομεν — προεισά̱γομεν , προεισάγω bring in imperf ind act 1st pl (doric aeolic) προεισάγομεν , προεισάγω bring in pres ind act 1st pl προεισάγομεν , προεισάγω bring in imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεισαγομένων — προεισάγω bring in pres part mp fem gen pl προεισαγομένων , προεισάγω bring in pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεισαγόντων — προεισάγω bring in pres part act masc/neut gen pl προεισαγόντων , προεισάγω bring in pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεισάγει — προεισάγω bring in pres ind mp 2nd sg προεισάγει , προεισάγω bring in pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεισάγουσι — προεισάγω bring in pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προεισάγουσι , προεισάγω bring in pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεισάγουσιν — προεισάγω bring in pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προεισάγουσιν , προεισάγω bring in pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεσάξαντο — προεισάγω bring in aor ind mid 3rd pl (epic doric ionic aeolic) προεσά̱ξαντο , προεισάγω bring in aor ind mid 3rd pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεισαγωγή — η, ΝΜΑ[προεισάγω] η πριν από το κύριο θέμα εισαγωγή, το προοίμιο, ο πρόλογος («καὶ ἐν ταῑς προεισαγωγαῑς τῶν λογίων», Δίον. Αρεοπ.) …   Dictionary of Greek

  • προεισαγαγών — προεισάγω bring in aor part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεισαγούσης — προεισάγω bring in pres part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»