-
1 προεισαγω
ион. προεσάγω (ᾰ) тж. med.1) заблаговременно ввозить (med. σιτία Her.)2) вводить раньше3) выступать на сценуπ. τινός Arst. — выходить на сцену раньше кого-л.
-
2 προεσαγω
См. также в других словарях:
προεισάγω — ΝΑ [εἰσάγω] εισάγω εκ τών προτέρων αρχ. 1. φέρνω, οδηγώ κάποιον κάπου προηγουμένως («ἐπὶ τὴν χώραν τάδελφοῡ προεισαγομένου», επιγρ.) 2. (σχετικά με σύγγραμμα) παρουσιάζω ή περιγράφω αρχικά («ἐν τοῡτῳ δέ, δωδεκάτῳ τῶν παραλλήλων ὄντι βίων, τὸν τοῡ … Dictionary of Greek
προεισάγομεν — προεισά̱γομεν , προεισάγω bring in imperf ind act 1st pl (doric aeolic) προεισάγομεν , προεισάγω bring in pres ind act 1st pl προεισάγομεν , προεισάγω bring in imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεισαγομένων — προεισάγω bring in pres part mp fem gen pl προεισαγομένων , προεισάγω bring in pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεισαγόντων — προεισάγω bring in pres part act masc/neut gen pl προεισαγόντων , προεισάγω bring in pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεισάγει — προεισάγω bring in pres ind mp 2nd sg προεισάγει , προεισάγω bring in pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεισάγουσι — προεισάγω bring in pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προεισάγουσι , προεισάγω bring in pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεισάγουσιν — προεισάγω bring in pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προεισάγουσιν , προεισάγω bring in pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεσάξαντο — προεισάγω bring in aor ind mid 3rd pl (epic doric ionic aeolic) προεσά̱ξαντο , προεισάγω bring in aor ind mid 3rd pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεισαγωγή — η, ΝΜΑ[προεισάγω] η πριν από το κύριο θέμα εισαγωγή, το προοίμιο, ο πρόλογος («καὶ ἐν ταῑς προεισαγωγαῑς τῶν λογίων», Δίον. Αρεοπ.) … Dictionary of Greek
προεισαγαγών — προεισάγω bring in aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεισαγούσης — προεισάγω bring in pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)