Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

προειρηνεύω

См. также в других словарях:

  • προειρηνεύω — Α 1. επιφέρω ειρήνη προηγουμένως 2. καθησυχάζω, καταπραΰνω κάποιον εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εἰρηνεύω «φέρνω την ειρήνη, συμφιλιώνω»] …   Dictionary of Greek

  • προειρηνεύσαντα — προειρηνεύω pacify beforehand aor part act neut nom/voc/acc pl προειρηνεύω pacify beforehand aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προειρηνεύσας — προειρηνεύσᾱς , προειρηνεύω pacify beforehand aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»