-
1 προειρηνεύω
A pacify beforehand, J.BJ3.1.2, 4.8.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προειρηνεύω
-
2 προειρηνεύω
-
3 προειρηνεύσαντα
προειρηνεύωpacify beforehand: aor part act neut nom /voc /acc plπροειρηνεύωpacify beforehand: aor part act masc acc sg -
4 προειρηνεύσας
προειρηνεύσᾱς, προειρηνεύωpacify beforehand: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
προειρηνεύω — Α 1. επιφέρω ειρήνη προηγουμένως 2. καθησυχάζω, καταπραΰνω κάποιον εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εἰρηνεύω «φέρνω την ειρήνη, συμφιλιώνω»] … Dictionary of Greek
προειρηνεύσαντα — προειρηνεύω pacify beforehand aor part act neut nom/voc/acc pl προειρηνεύω pacify beforehand aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προειρηνεύσας — προειρηνεύσᾱς , προειρηνεύω pacify beforehand aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)