-
1 προειδοποιώ
[процдопио] р. предварительно извещать, предупреждать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προειδοποιώ
-
2 предостерегать
-
3 предупредить
предупредить, предупреждать 1) (известить) προειδοποιώ· 2) (опередить) προλαβαίνω 3) (предотвратить) αποτρέπω, εμποδίζω* * *= предупреждать1) ( известить) προειδοποιώ2) ( опередить) προλαβαίνω3) ( предотвратить) αποτρέπω, εμποδίζω -
4 предупреждение
предупреждение с η προειδοποίηση· сделать \предупреждение προειδοποιώ* * *сη προειδοποίησηсде́лать предупрежде́ние — προειδοποιώ
-
5 предостерегать
προφυλάσσω, προειδοποιώ- гающий προφυλακτικός, προειδοποιητικός- жение η προφύλαξη, η προειδοποίησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > предостерегать
-
6 предупредить
1. (заранее известить, осведомить) προειδοποιώ 2. (предотвратить заранее принятыми мерами) προλαβαίνω, αποτρέπω, αποσοβώ, εξουδετερώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > предупредить
-
7 сигнализировать
1. (подавать сигнал) σηματοδοτώ 2. (предупреждать) προειδοποιώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сигнализировать
-
8 заблаговременно
заблаговременнонареч ἐγκαιρα, ἐγκαίρως:известить \заблаговременно προειδοποιώ ἐγκαιρα. -
9 предварить
предваритьсов, предварять несов1. (события и т. п.) προλαβαίνω, προλαμ· βάνω·2. (известить) уст. προειδοποιώ, εἰδοποιώ ἐκ τών προτέρων. -
10 предостерегать
предостер||ега́тьнесов προειδοποιώ, προφυλάγω. -
11 предупредить
предупредитьсов, предупреждать несов1. (извещать) προειδοποιώ, εἰδοποιώ·2. (предотвращать) ἀποτρέπω, ἀποσοβώ, ἐμποδίζω:\предупредить опасность ἀποτρέπω τόν κίνδυνο·3. (опережать) προλαβαίνω, προλαμβάνω, προηγούμαι:\предупредить события προλαβαίνω τά γεγονότα· \предупредить желание προλαβαίνω τήν ἐπιθυμία. -
12 сделать
сдела||тьсов см. делать· \сделать вывод βγάζω τό συμπέρασμα· \сделать предупреждение κά(μ)νω προειδοποίηση, προειδοποιώ· я \сделатьл все, что мог ἔκαμα δτι μποροδσα (или τό παν)· он \сделатьл вид, что не понимает ἐκανε πώς δέν καταλαβαίνει· ◊ сказано \сделатьно разг ἄμ· £πος, ἄμ' ἔργον. -
13 сигнализировать
сигнал||изироватьсов и несов1. (давать сигналы) σηματοδοτώ, δίνω σήμα·2. перен (что-л., о чем-л.) προειδοποιώ, ἀναφέρω. -
14 вид
вид 1-а (-у), προθτ. о виде, в виде, в виду, на виду а.1. μορφή, όψη, εμφάνιση, παρουσιαστικό φάτσα, φιγούρα σχήμα•жалкий вид άθλια μορφή•
наружный вид εξωτερική εμφάνιση•
гора эта имеет вид конуса το βουνό αυτό είναι κωνοειδές•
жемчуг в -е груши μαργαριτάρι απιοειδές.
|| (έκφραση προσώπου) όψη, ύφος, θωριά, αέρας•больной вид ασθενική όψη•
строгий вид αυστηρό ύφος•
важный вид σοβαρό ύφος•
радостный вид χαρούμενη όψη.
|| κατάσταση•в нормальном -е σε κανονική κατάσταση•
в пьяном -е σε κατάσταση μέθης.
2. προοπτική, άποψη, θέα•комната с -ом на море δωμάτιο με θέα προς τη θάλασσα•
вид на город η άποψη της πόλης.
|| τοπίο•альбом с -ами Греции λεύκωμα με τοπία της Ελλάδας.
3. με τις προθέσεις: в, из, на, при σχηματίζει γλωσσικούς συνδυασμούς•в -у, на -у εν όψει•
в -у неприятеля εν όψει του εχθρού•
на -у у всех εν όψει όλων, μπροστά στα μάτια όλων•
испугаться при -е зверя φοβούμαι αντικρίζοντας το θηρίο•
у меня нет ничего в -у δε βλέπω τίποτε μπροστά μου•
ей на вид 50 лет αυτή δείχνει για πενηντάρα•
при -е опасности εν όψει του κινδύνου•
потерять из -у χάνω από τη θέα (όραση, μάτια).
4. πλθ. -ы προοπτική, υπολογισμοί, προύποθέσεις•-ы на будущее οι προοπτικές για το μέλλον•
-ы на урожай προοπτικές για τη σοδειά.
5. παλ. η ταυτότητα.εκφρ.вид на жительство – είδος ταυτότητας•в -е – σαν, ωσάν, εν είδει, δίκην•для -а – α) για τα μάτια, για το θεαθήναι, β) για φάτσα, για επίδειξη, για μόστρα•на, по -у, с -у – εξ όψεως, από την όψη, κατ’ όψιν•под -ом – με την πρόφαση•видать -ы – βλέπω, περνώ, δοκιμάζω πολλά•иметь -ы – υπολογίζω, σκοπεύω, έχω κατά νου, αποβλέπω, αποσκοπώ, ξαμώνω•не подать ή не показать -у – δε δείχνομαι (δε δείχνω σημεία,πού μπορεί να με αντιληφθούν)" делать вид κάνω πώς, προσποιούμαι•быть на -у – τραβώ την προσοχή, φαίνομαι•иметь в -у – α) έχω υπ’ όψη μου. β) εννοώ, υπονοώ•ни под каким -ом – με κανένα τρόπο, με καμιά πρόφαοη•вид в ложном -е – ψεύτικα, ψευδώς• διαστρεβλωμένα" ставить на вид προειδοποιώ (για τιμωρία, ποινή)- упустить ή выпустить из -у λησμονώ, ξεχνώ, απαλείφω από τη μνήμη, παραδίδω στη λήθη•в -у – λόγω, ένεκα•он уволен от должности в -у его неспособности – απολύθηκε άπο τη θέση λόγω ανικανότητας•в малом -е – εν σμι-κρώ, σε σμικρογραφία.вид 2-а α.είδος• τύπος•разные -ы мрамора διάφορα είδη μαρμάρου.
|| (υποδιαίρεση)• είδος• γένος•ветла вид вид ивы η λευκή ιτιά είναι ένα είδος ιτιάς•
отношение -а к роду (λογ., φιλοσ.) η σχέση του είδους προς το γένος.
(γλωσ.)•μορφή•глагол несовершенного -а ρήμα διαρκείας (διαρκούς μορφής)•
глагол совершенного -а ρήμα στιγμιαίο (στιγμιαίας μορφής).
-
15 заблаговременно
επίρ.επίκαιρα, έγκαιρα•предупредить заблаговременно προειδοποιώ έγκαιρα.
-
16 заранее
επίρ.από πριν, εκ των προτέρων, από πρώτα• έγκαιρα•я заранее к этому готовился από πριν ετοιμάστηκα γι αυτό•
я заранее предупреждаю вас что... σας προειδοποιώ ότι... заранее обдуманный προμελετημένος, εσκεμμένος.
-
17 оговорить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оговоренный, βρ: -рен, -рена, -рено.1. διαβάλλω, κακολογώ, αδικοβγάζω, συκοφαντώ.2. θέτω, βάζω όρο, προύπόθεση.3. παραλείπω να αναφέρω.4. (απλ.) κάνω παρατήρηση, κατακρίνω.1. προειδοποιώ, προλέγω.2. παραλείπω να αναφέρω (από λάθος). -
18 предварить
-рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. предваренный, βρ: -рен, -рена, -реноρ.σ.1. (γραπ. λόγος)• προλαβαίνω αποτρέπω,αποσοβώ•предварить события προλαβαίνω τα γεγονότα.
|| παλ. προλογίζω.2. παλ. προειδοποιώ, ενημερώνω νωρίτερα. -
19 предостеречь
-регу, -режешь, -регут παρλθ. χρ. предостерг-гла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. предостргший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. предо-стереженный, βρ: -жн -жена -женоρ.σ.μ.προφυλάγω προειδοποιώ. -
20 предуведомить
ρ.σ.μ. παλ. πληροφορώ νωρίτερα, προειδοποιώ ενημερώνω, κατατοπίζω.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
προειδοποιώ — προειδοποιώ, προειδοποίησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προειδοποιώ — προειδοποίησα, προειδοποιήθηκα, προειδοποιημένος, ειδοποιώ κάποιον από πριν: Σας προειδοποιώ να προσέχετε στο εξής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προειδοποιώ — έω, Ν ειδοποιώ, πληροφορώ κάποιον για κάτι εκ τών προτέρων, προαγγέλλω («το υπουργείο υγείας προειδοποιεί ότι το κάπνισμα βλάπτει σοβαρά την υγεία». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ειδοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Νικόλαο Παπαδόπουλο] … Dictionary of Greek
προειδοποίηση — η, Ν 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού προειδοποιώ, η εκ τών προτέρων ειδοποίηση 2. το μέσο με το οποίο προειδοποιεί ή προειδοποιείται κανείς («τού έστειλε γραπτή προειδοποίηση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < προειδοποιώ. Η λ., στον λόγιο τ. προειδοποίησις,… … Dictionary of Greek
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
απροειδοποίητος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει ενημερωθεί από πριν 2. αυτός που έγινε χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + προειδοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… … Dictionary of Greek
κίνδυνος — Γενική έννοια που υποδηλώνει την κατάσταση αβεβαιότητας ως προς την πορεία ορισμένων γεγονότων, η οποία σχετίζεται με την ανυπαρξία πρόβλεψης για την έκβασή τους και απόλυτου ελέγχου πάνω σε αυτά. Η έννοια του κ. συνδέεται με τη δυνατότητα… … Dictionary of Greek
κώδων — και κώδωνας, ο (AM κώδων, ωνος, Μ και κούδων) μεταλλικό κοίλο όργανο, με ανομοιογενές πάχος, σε σχήμα κόλουρου κώνου, που αναδίδει παλμώδη ήχο όταν χτυπά στα τοιχώματά του γλωσσίδι ή ρόπτρο, το κουδούνι (α. «κι ευήχων κωδώνων ρυθμός πληροί τον… … Dictionary of Greek
νουθετώ — (ΑΜ νουθετῶ, έω, Μ και νοθετῶ) παραινώ, συμβουλεύω κάποιον προκειμένου ιδίως να συνετίσω άτομο που έχει διαπράξει σφάλμα, ορμηνεύω, δασκαλεύω μσν. 1. ελέγχω ή επιτιμώ κάποιον 2. παροτρύνω, παρακινώ 3. παραγγέλλω αρχ. 1. προειδοποιώ, υπενθυμίζω 2 … Dictionary of Greek
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek