-
1 προεδρια
ион. προεδρίη ἥ1) переднее, первое или почетное место(ἐν τοῖς ἀγῶσι Her. и τῶν ἀγώνων Plat.)
ἐν προεδρίῃ κατήμενος Her. — сидящий на первом месте, впереди или на престоле;ἀτέλειά τε καὴ π. Her. — освобождение от налогов и право на почетные места2) должность или звание проэдра, председательство(вание)(ἐν προεδρίᾳ εἶναι Arst.)
-
2 προεδρία
[проэдриа] ονσ. Θ. председательство, президентство.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προεδρία
-
3 προεδρία
[проэдриа] ονσ. Θ. председательство, президентство. -
4 προεδρεια
См. также в других словарях:
προεδρία — προεδρίᾱ , προεδρία privilege of the front seats fem nom/voc/acc dual προεδρίᾱ , προεδρία privilege of the front seats fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεδρία — η, ΝΜΑ, και προεδρεία ΝΜ, και ιων. τ. προεδρίη Α το αξίωμα τού προέδρου νεοελλ. 1. η χρονική περίοδος τής θητείας τού προέδρου («επὶ τής προεδρίας του τα πράγματα ήταν διαφορετικά») 2. φρ. α) «προεδρία τής δημοκρατίας» ί) το αξίωμα τού Προέδρου… … Dictionary of Greek
προεδρίᾳ — προεδρίαι , προεδρία privilege of the front seats fem nom/voc pl προεδρίᾱͅ , προεδρία privilege of the front seats fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεδρία — η 1. το αξίωμα του προέδρου. 2. χρονική περίοδος θητείας του προέδρου: Η προεδρία του Τζον Κένεντι ήταν σύντομη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προεδρίας — προεδρίᾱς , προεδρία privilege of the front seats fem acc pl προεδρίᾱς , προεδρία privilege of the front seats fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεδρίαι — προεδρία privilege of the front seats fem nom/voc pl προεδρίᾱͅ , προεδρία privilege of the front seats fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεδρίαν — προεδρίᾱν , προεδρία privilege of the front seats fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ПРОЕДРИЯ — • Προεδρία, так называлось в Афинах почетное право занимать на играх первое и лучшее место на первых (самых нижних) скамейках, около самого оркестра. Такой чести удостаивались полководцы, жрецы, иностранные послы, граждане… … Реальный словарь классических древностей
προεδριῶν — προεδρία privilege of the front seats fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεδρίαις — προεδρία privilege of the front seats fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεδρίη — προεδρία privilege of the front seats fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)