Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

προδρομή

См. также в других словарях:

  • προδρομῇ — προδρομή running forward fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδρομή — running forward fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδρομή — ἡ, Α 1. το να τρέχει κανείς προς τα εμπρός 2. (κατ επέκτ.) αιφνίδια επίθεση, έφοδος («προύτρεχεν ἀπὸ τοῡ δένδρου... δύο ή τρία βήματα... ἐφ ἑκάστης δὲ προδρομῆς πλέον ἢ δέκα ἄμαξαι πετρῶν ἀνηλίσκοντο», Ξεν.) 3. μτφ. ζωηρή φραστική επίθεση, έντονο …   Dictionary of Greek

  • προδρομαί — προδρομή running forward fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδρομῆς — προδρομή running forward fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδρεναλίνη — Σπουδαία ορμόνη που παράγεται από τον μυελό των επινεφριδίων. Είναι η πρώτη ορμόνη που απομονώθηκε σε καθαρή κατάσταση το 1901 από τον Ιάπωνα Τουκαμίνε. Η α. βοηθά τον οργανισμό να κινητοποιήσει όλες τις πηγές ενέργειάς του, σε περιπτώσεις… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • προδρομία — ἡ, ΜΑ [πρόδρομος] η προδρομή* («ἀντιχριστιανικὴ προδρομία», Στουδ. Θεόδ.) …   Dictionary of Greek

  • πρόκουρσον — τὸ, Μ εμπροσθοφυλακή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. procursus «προδρομή, προχώρηση» (< procurro «προτρέχω»)] …   Dictionary of Greek

  • σεκολογανίνη — η, Ν βιολ. μονοτερπενικός ετεροζίτης που σχηματίζεται με οξειδωτική διάσπαση τού λογκανοζίτη στα φυτά και αποτελεί πρόδρομη ουσία τών αλκαλοειδών που συγγενεύουν με την εμετίνη, την αγμαλίνη, τη στρυχνίνη και την κινίνη, αλλ. σεκολαγανοζίτης …   Dictionary of Greek

  • σπερματίδα — η / σπερματίς, ίδος, ΝΑ και σπερματίδη Ν νεοελλ. ανατ. η άμεση πρόδρομη μορφή τού σπερματοζωαρίου, αλλ. κύτταρο τού Κέλλικερ αρχ. φρ. «σπερματίδες φλέβες» οι σπερματίτιδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα, ατος + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. κληματ ίς). Η λ. ως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»