-
1 προδιανοεομαι
заранее обдумывать Plut.
См. также в других словарях:
προδιανοηθείς — προδιανοέομαι think over before aor part mp masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιανοούμαι — έομαι, Α [διανοοΰμαι] διανοούμαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι εκ τών προτέρων («μηδὲν προδιανοηθείς», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek