-
1 προδιανοεομαι
заранее обдумывать Plut. -
2 προδιανοέομαι
A think over before, premeditate, Charond. ap. Stob.4.2.24; μηδὲν -νοηθείς without premeditation, Arist.MM 1188b30;ὅσα ὁ Ζεὺς π. Plu.2.942a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προδιανοέομαι
-
3 προδιανοέομαι
-
4 προδιανοηθείς
προδιανοέομαιthink over before: aor part mp masc nom /voc sg -
5 προδιανοουμένους
προδιανοέομαιthink over before: pres part mp masc acc pl (attic epic doric) -
6 προδιανοούμενοι
προδιανοέομαιthink over before: pres part mp masc nom /voc pl (attic epic doric) -
7 προδιανοούμενος
προδιανοέομαιthink over before: pres part mp masc nom sg (attic epic doric) -
8 προδιανοείται
-
9 προδιανοεῖται
-
10 προδιανοηθήναι
-
11 προδιανοηθῆναι
-
12 προδιανοηθείσα
-
13 προδιανοηθεῖσα
См. также в других словарях:
προδιανοεῖται — προδιανοέομαι think over before pres ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιανοηθεῖσα — προδιανοέομαι think over before aor part mp fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιανοηθείς — προδιανοέομαι think over before aor part mp masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιανοηθῆναι — προδιανοέομαι think over before aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιανοουμένους — προδιανοέομαι think over before pres part mp masc acc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιανοούμενοι — προδιανοέομαι think over before pres part mp masc nom/voc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιανοούμενος — προδιανοέομαι think over before pres part mp masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)