-
1 προδιαλλάσσω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προδιαλλάσσω
-
2 προδιαλλάξαντας
προδιαλλάσσωreconcile first: aor part act masc acc pl
См. также в других словарях:
προδιαλλάσσω — Α συνδιαλλάσσομαι προηγουμένως («προδιαλλάσσειν αὐτοῑς θεόν», Λιβάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαλλάσσω «συμφιλιώνω, συνδιαλλάσσω»] … Dictionary of Greek
προδιαλλάξαντας — προδιαλλάσσω reconcile first aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)