Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

προγόμφιοι

См. также в других словарях:

  • προγόμφιοι — οι, Ν (ανατ. βιολ.) τα δύο δόντια σε κάθε πλευρά τής άνω και κάτω γνάθου, οκτώ συνολικά, που βρίσκονται ανάμεσα στους κυνόδοντες και στους γομφίους τών θηλαστικών και τού ανθρώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + γομφίος] …   Dictionary of Greek

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

  • δοντιά — Όργανα της στοματικής κοιλότητας που ανήκουν στο πεπτικό σύστημα και εκτελούν την τομή και τη σύνθλιψη των στερεών τροφών. Μολονότι τα δ. αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο των σπονδυλοζώων, μπορεί να ατροφήσουν και σε αυτά τα ζώα, οπότε… …   Dictionary of Greek

  • μηρυκαστικά — Θηλαστικά που αποτελούν τη σπουδαιότερη και πολυαριθμότερη υποτάξη της τάξης των αρτιοδάκτυλων. Αν και παρουσιάζουν αξιοσημείωτες διαφορές μορφών και διαστάσεων, τα μ. έχουν κοινά προέχοντα χαρακτηριστικά, που αφορούν κυρίως το πεπτικό σύστημα… …   Dictionary of Greek

  • γάτα — Κοινή ονομασία μικρού σαρκοφάγου ζώου της οικογένειας των αιλουροειδών. Η άγρια γ. (γαλή η αγρίαδασόβια) είναι μεγαλύτερη από την οικιακή (γαλή η οικοδίαιτη) και μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 120 εκ., από τα οποία τα 35 εκ. ανήκουν στην ουρά. Η… …   Dictionary of Greek

  • αιλουροειδή — Υπόταξη των σαρκοφάγων (ομοταξία των θηλαστικών) στην οποία ανήκουν πολυάριθμα είδη, όπως ο αίλουρος, η γάτα, η τίγρη, το λιοντάρι, η λεοπάρδαλη, ο ιαγουάρος, ο λυγξ, το πούμα και ο γατόπαρδος. Τα α. έχουν στρογγυλωπό κεφάλι με ρύγχος κοντό και… …   Dictionary of Greek

  • αρκτίδες — Οικογένεια σαρκοφάγων θηλαστικών στην οποία ανήκουν οι αρκούδες και τα συγγενικά σε αυτές γένη (θαλάσσαρκτος, μέλουρσος, εύαρκτος κλπ.). Τα είδη της οικογένειας αυτής διαφέρουν από τα άλλα σαρκοφάγα τόσο στην τροφή όσο και στις συνήθειες. Τα… …   Dictionary of Greek

  • βοοειδή — Οικογένεια αρτιοδακτύλων θηλαστικών, μηρυκαστικών, στην οποία ανήκουν πολλά οικιακά ζώα μεγάλου μεγέθους, χρήσιμα στην οικονομία των ανθρώπων, και πολλά άγρια, όπως ο βούβαλος, ο βίσονας, η αντιλόπη, το γκνου κ.ά. Τα β. ζουν σε όλα τα μέρη της… …   Dictionary of Greek

  • ιππίδες — Οικογένεια θηλαστικών η οποία περιέχει ένα μόνο γένος και εννιά είδη. Περιλαμβάνει τα άλογα, τα γαϊδούρια, τους ζέβρους και ορισμένα άλλα είδη του γένους Equus. Είναι μονοδάχτυλα ζώα, δηλαδή κάθε άκρο φέρει μόνο ένα πλήρες δάχτυλο, ενώ το τρίτο,… …   Dictionary of Greek

  • λιοντάρι ή λέων — Κοινή ονομασία του θηλαστικού Panthera leo, της οικογένειας των αιλουροειδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Τα αρσενικά λ. έχουν βάρος 150 260 κιλά και ύψος μέχρι το ακρώμιο 1 μ., ενώ τα θηλυκά βάρος 122 182 κιλά και ύψος 80 90 εκ. Η οδοντοστοιχία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»