-
1 προγραφή
προγράφωwrite before: aor subj pass 3rd sgπρογραφήpublic notice: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 προγραφῇ
προγράφωwrite before: aor subj pass 3rd sgπρογραφήpublic notice: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 προγραφή
προγραφήpublic notice: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 προγραφή
προγρᾰφή, ἡ,A public notice, advertisement, X.Eq.Mag.4.9, Plb.25.3.2, SIG976.37(Samos, ii B.C.), OGI515.38 (Mylasa, iii A.D.); edict, D.C.47.13; ἐκ προγραφῆς by edict, Id.56.25.2 notice of sale, Thphr. Fr.97.2(pl.), Plu.2.205c; public sale of confiscated property, Str.5.4.11.II table drawn up in advance, of an astronomical cycle, D.S.12.36.III heading, preliminary form, BGU780.2 (ii A.D.), Men.Prot. p.16D., etc.; title of a prescription, Gal.13.777:—[var] Dim. [suff] προγον-γράφιον [pron. full] [ᾰ], τό, Sammelb.5273.10(v A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προγραφή
-
5 προγραφαί
προγραφήpublic notice: fem nom /voc pl -
6 προγραφήν
προγραφήpublic notice: fem acc sg (attic epic ionic) -
7 προγραφής
-
8 προγραφῆς
-
9 προγραφαίς
-
10 προγραφαῖς
-
11 προγραφών
-
12 προγραφῶν
-
13 προγραφάς
προγραφά̱ς, προγραφήpublic notice: fem acc pl
См. также в других словарях:
προγραφή — public notice fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγραφή — η, ΝΜΑ [προγράφω] 1. (αττ. δίκ.) η δημόσια αναγραφή τής καταδίκης φυγοδίκου και η εκποίηση τής περιουσίας του με δημοπρασία 2. (στη Ρώμη) η εξόντωση, συνήθως πολιτικών αντιπάλων, χωρίς δίκη και με μόνη την ανάρτηση καταλόγου τών ονομάτων τους… … Dictionary of Greek
προγραφῇ — προγράφω write before aor subj pass 3rd sg προγραφή public notice fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγραφή — η 1. πράξη και αποτέλεσμα του προγράφω. 2. δίωξη, καταδίκη πολιτικών αντιπάλων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προγραφαῖς — προγραφή public notice fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγραφαί — προγραφή public notice fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγραφῆς — προγραφή public notice fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγραφήν — προγραφή public notice fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγραφῶν — προγραφή public notice fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγράφιον — τὸ, Α [προγραφή] 1. υποκορ. τού προγραφή 2. το έγγραφο με το οποίο γίνεται η προγραφή … Dictionary of Greek
ταμίευση — η / ταμίευσις, εύσεως, ΝΑ [ταμιεύω] νεοελλ. αποταμίευση αρχ. 1. οικονομική διαχείριση, επιστασία 2. προγραφή, δήμευση … Dictionary of Greek