Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

προγρᾰφή

См. также в других словарях:

  • προγραφή — public notice fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγραφή — η, ΝΜΑ [προγράφω] 1. (αττ. δίκ.) η δημόσια αναγραφή τής καταδίκης φυγοδίκου και η εκποίηση τής περιουσίας του με δημοπρασία 2. (στη Ρώμη) η εξόντωση, συνήθως πολιτικών αντιπάλων, χωρίς δίκη και με μόνη την ανάρτηση καταλόγου τών ονομάτων τους… …   Dictionary of Greek

  • προγραφῇ — προγράφω write before aor subj pass 3rd sg προγραφή public notice fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγραφή — η 1. πράξη και αποτέλεσμα του προγράφω. 2. δίωξη, καταδίκη πολιτικών αντιπάλων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προγραφαῖς — προγραφή public notice fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγραφαί — προγραφή public notice fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγραφῆς — προγραφή public notice fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγραφήν — προγραφή public notice fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγραφῶν — προγραφή public notice fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγράφιον — τὸ, Α [προγραφή] 1. υποκορ. τού προγραφή 2. το έγγραφο με το οποίο γίνεται η προγραφή …   Dictionary of Greek

  • ταμίευση — η / ταμίευσις, εύσεως, ΝΑ [ταμιεύω] νεοελλ. αποταμίευση αρχ. 1. οικονομική διαχείριση, επιστασία 2. προγραφή, δήμευση …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»