-
1 προγνωστικοίς
-
2 προγνωστικοῖς
См. также в других словарях:
προγνωστικοῖς — προγνωστικός foreknowing masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 προγνωστικοίς
2 προγνωστικοῖς
προγνωστικοῖς — προγνωστικός foreknowing masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)