Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

προγαμέω

См. также в других словарях:

  • προγαμοῦντι — προγαμέω live with pres part act masc/neut dat sg (attic epic doric) προγαμέω live with pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγαμηθεῖσαν — προγαμέω live with aor part pass fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγαμηθείσης — προγαμέω live with aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγαμηθῆναι — προγαμέω live with aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγάμιον — προγάμιος sacrifice before marriage masc/fem acc sg προγάμιος sacrifice before marriage neut nom/voc/acc sg προγαμέω live with imperf ind act 3rd pl (doric) προγαμέω live with imperf ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαμώ — ( άω και έω) (AM γαμῶ, έω) ωθώ το πέος μέσα στο γυναικείο αιδοίο, τον πρωκτό ή άλλη κοιλότητα του σώματος νεοελλ. φρ. 1. γαμώ ή «θα σού γαμήσω τον, την...» βρισιά, βλαστήμια ή απειλή, που εκτοξεύεται εναντίον κάποιου και θίγει τον ίδιο, μέλος τού …   Dictionary of Greek

  • προγαμήσας — προγαμήσᾱς , προγαμέω live with aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»