-
1 προγέρων
προγέρωνolder: masc nom sg -
2 προγέρων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προγέρων
См. также в других словарях:
προγέρων — older masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγέρων — οντος, ὁ, Α πρεσβύτερος, γέροντας … Dictionary of Greek
γέροντας — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 450 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδος του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται βόρεια της Ερέτριας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερετρίας. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 450 κάτ.) στην πρώην… … Dictionary of Greek