-
1 προγιγνομαι
1) являться раньше, случаться прежде, предшествовать(πρό τινος Plat.; οἱ προγεγονότες ἡμῖν ἔμπροσθεν λόγοι Plat.)
τὰ προγεγενημένα Thuc. — события прошлого, прошлое2) рождаться раньшеοἱ προγεγονότες Her., Xen., οἱ προγεγενημένοι Xen. и οἱ προγενόμενοι Polyb. — предшественники или предки
3) выходить вперед, являться, показываться(οἱ δὲ τάχα προγένοντο Hom.)
-
2 προγίγνομαι
προγίγνομαι, [dialect] Ion. and later [suff] προγεωργ-γίνομαι [ῑ]: [tense] fut. - γενήσομαι: [tense] aor. προὐγενόμην: [tense] pf. προγέγονα and - γεγένημαι:—A come forward, οἱ δὲ τάχα προγένοντο quickly they came in sight, Il.18.525, cf. h.Hom.7.7;ἄμυδις προγένοντο Hes.Sc. 345
;εἴσω π. Opp.H.2.103
;κόπρον ἔπι π. Call.Dian. 178
, cf. Theoc.25.134: c. gen.,ὠκεανοῖο.. ὁπότε προγένωνται Ἰχθύες Arat.706
;ἀστὴρ ὑπὲρ τὸν ὁρίζοντα πρὸ ἁλίου προγενόμενος Ti.Locr.97a
.II to be born before, exist before,ἢν.. προγεγονότες ἔωσι πρὶν.. Hdt.7.3
;οἱ προγεγονότες θεοί Id.2.146
; οἱ π. ἄνθρωποι former men, X.Mem.4.8.10;οἱ προγεγενημένοι Id.Cyr.8.7.24
, etc.; οἱ προγενόμενοι the previous crews, Plb.10.17.12.2 of events, etc.,ταῦτά μοι προὐγεγόνει Pl.Smp. 219e
; αἱ ἀκοαὶ τῶν προγεγενημένων reports of things of old time, Th.1.20, etc.;τὰ προγεγονότα Hp. Prog.1
, etc.; προγεγενημένοι [πόλεμοι], καιροί, Th.1.1, Decr.Byz. ap. D.18.90; , cf. PHib. 1.96.8 (iii B.C.);αἱ διὰ τῆς ψυχῆς ἡδοναὶ πρὸ τῶν διὰ τοῦ σώματος προγίγνοιντ' ἄν Pl.Phlb. 39d
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προγίγνομαι
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Русский