-
1 προγαστρίδιος
προγαστ-ρίδιος, ον,II Subst. προγαστρίδιον, τό, false paunch worn by actors, Luc.Salt.27, JTr.41.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προγαστρίδιος
-
2 προγαστρικός
A = προγάστωρ, Alex.Aphr. in Top.421.30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προγαστρικός
-
3 προγάστριον
προγάστ-ριον, τό,A = ὑπογάστριον, Sch.Philostr.Im.2.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προγάστριον
-
4 προγάστωρ
A pot-bellied, Gerhard Phoinix p.6, Str.4.4.6, App.Anth.5.11, Luc.Nec.11, Gal.10.145, Adam.2.31; of a pot-bellied bottle, Antiph. 224.6: [comp] Comp.προγαστρότερα Hp.
Aër.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προγάστωρ
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский