-
1 προβούλομαι
A v. προβέβουλα.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προβούλομαι
-
2 προβέβουλα
A prefer one to another,τινά τινος Il.1.113
, Q.S.13.347; θάνατον δουλοσύνας Ion Lyr.16: c. inf., AP9.445 (Jul.Aegypt.): abs., make plans, Coluth.199.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προβέβουλα
См. также в других словарях:
προβέβουλα — Α (ελλειπτ. τ. β παρακμ. με σημ. ενεστ.) 1. προτιμώ, θέλω κάποιον περισσότερο από άλλον («καὶ γὰρ ῥα Κλυταιμνήστρης προβέβουλα, κουριδίης ἀλόχου», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω σχέδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελλειπτ. τ. β παρακμ. τού αμάρτυρου ρ. προβούλομαι] … Dictionary of Greek